Ένα απόγευμα, παίρνεις το αμάξι και επιστρέφεις στο πατρικό. Φτάνεις στο σπίτι. Ανοίγεις την πόρτα με σφίξιμο στην καρδιά. Kι εμφανίζεται· η απουσία του πατέρα. Μπαίνεις στο γραφείο του, τα τσιγάρα του ανέγγιχτα, εκεί στο τραπέζι, δίπλα στο τασάκι. Πιο πέρα τα γυαλιά του. Η ατζέντα του. Κάποια χαρτιά διάσπαρτα, με την υπογραφή του που προσπαθούσες να αντιγράψεις ως παιδί. Η μυρωδιά του. Ακόμα εδώ, δεν έχει ξεθυμάνει. Κι ας είναι ορθάνοιχτα τα παράθυρα. Κι ας έχουν κυλήσει οι μήνες. Έχει καταχωνιαστεί στα ρουθούνια σου.

Η καρέκλα του στη θέση της. Άδεια. Δεν κάθεσαι εκεί. Ποτέ. Κανείς δεν κάθεται. Είναι δική του. Το αποτύπωμά του. Η ζακέτα του κρεμασμένη πίσω από την πόρτα. Θα μείνει άπλυτη. Να κρατήσει κάτι από εκείνον.

Το ντουλαπάκι στο μπάνιο που έχει ποτίσει με το after shave του. Ίδιο όλα τα χρόνια. Άδεια πια η ντουλάπα από τα ρούχα του και τα παπούτσια του. Μαζί κι εσύ, τη στιγμή που τα δίπλωνες να τα δώσεις αλλού. Κάθεται μονάχα ένα ζευγάρι παντόφλες, οι αγαπημένες του, μην κάνουν βήμα σε άλλα πόδια.

Η φωτογραφία του. Νεαρός κάποτε. Με τη ζωή μπροστά του. Άραγε, την έζησε;

Πιάνεις ένα τσιγάρο του, δανεικό, να το καπνίσεις στο άδειο δωμάτιο. Μήπως έρθει να σου κάνει παρέα. Να καθίσετε στον καναπέ και να κουβεντιάσετε. Να σε μαλώσει. Να γελάσετε. Να θυμώσετε. Να μαλακώσει η καρδιά.

Θάνατος. Λέξη ταμπού. Μας μουδιάζει κατευθείαν. Μας ξεγυμνώνει. Μας γεμίζει φόβο. Λέξη που αποφεύγουμε, «μακριά από εμάς». Δεν την ξεστομίζουμε παρά μόνο όταν είναι απαραίτητο. Σαν μυστικό μεταξύ των ζωντανών. Νομίζουμε πως θα το ξορκίσουμε αν δεν το αναφέρουμε. Θα περάσει παραδίπλα, θα μας αφήσει αλώβητους εμάς. Μέχρι τη στιγμή που μας αγγίζει. Τη στιγμή που ο γονιός μας αναχωρεί από αυτή τη ζωή.

Μας αφήνει μετέωρους. Στεκόμαστε και προσπαθούμε να κατανοήσουμε τι έχει συμβεί. Ακίνητοι, σαν να πάγωσε ο χρόνος. Παύση. Σιωπή. Να το αποδεχτούμε. Ξέρουμε ότι κάποτε θα συμβεί. Επαναλαμβάνουμε τότε κι εμείς αυτό που ακούγαμε από τα στόματα των ήδη λαβωμένων, «δεν είμαστε πότε προετοιμασμένοι, όποτε κι αν συμβεί». Πασχίζουμε να συνηθίσουμε την απώλεια. Να λέμε με όση περισσότερη φυσικότητα μπορούμε «ο μπαμπάς μου ήτανε». Κομμένος ο ενεστώτας, γίνεται παρελθοντικός. «Έφυγε», «τον έχασα», έτσι ανακοινώνουμε τον θάνατο. Πόσο καιρό μας παίρνει να πούμε «πέθανε»;

Αρχικά, πιθανόν να έχουμε μια ορμή να το πούμε σε όλους. Όποιον συναντάμε. Γνωστό ή άγνωστο. Για να το ακούμε. Ξανά και ξανά. Να το εμπεδώσουμε. Να νιώσουμε ότι μας νιώθουν. Περισσότερο όμως για να τον κρατήσουμε ζωντανό κατά κάποιο τρόπο. Πιθανόν, να κλαίμε. Πολύ. Ή και όχι. Να στερεύουμε. Συνήθως μαζευόμαστε. Θέλουμε περισσότερο χρόνο με τον εαυτό μας. Γινόμαστε πιο εσωστρεφείς. Τρομακτικά ευάλωτοι. Πιο σιωπηλοί. Για κάποιο χρονικό διάστημα. Όσο χρειάζεται ο καθένας. Ιδιαίτερα όταν είμαστε σε μια ηλικία ωρίμανσης και συνειδητοποίησης.

Γνωρίζουμε τα στάδια του πένθους. Καθώς και ότι το πένθος είναι καθαρά προσωπική υπόθεση του καθενός. Ο χρόνος και ο τρόπος διαχείρισης δε σηκώνει συζήτηση. Η αντίδρασή μας εξαρτάται από τον ψυχισμό μας, τις συνθήκες ζωής μας, και τόσους πολλούς παράγοντες. Η απώλεια είναι ισχυρή, όποια κι αν υπήρξε η σχέση με τον πατέρα μας. Το σοκ μέσα μας καταγράφεται. Είναι ο πρώτος έρωτας για τα κορίτσια, το πρώτο πρότυπο για τα αγόρια. Καθορίζει κατά πολύ τον μελλοντικό ενήλικο εαυτό μας. Ο πατέρας συμβολίζει την επιβίωση, τη δύναμη, την ευθύνη, τη δράση. Σαν τον χάνουμε, χάνονται κι αυτά για λίγο.

Με αναπόφευκτο τρόπο, ακροβατούμε ανάμεσα σε πολλά συναισθήματα και σκέψεις, εμφανίζονται ενοχές και ερωτηματικά. Βιώνουμε μια υπαρξιακή αφύπνιση, αναθεώρηση των πάντων. Ερχόμαστε σε άμεση επαφή με τη θνητότητά μας. Το πένθος είναι μοναχική διαδρομή. Αν και μοιάζει πολύ με κάθε απώλεια που βιώνουμε, ερωτικά, επαγγελματικά, χωρισμούς και αποχωρισμούς, στην προκειμένη περίπτωση, είναι οριστική. Παύει η ύπαρξη του άλλου, τουλάχιστον σε αυτή τη διάσταση και ζωή. Δεν έχουμε τη δυνατότητα να τον ξαναδούμε, πέραν των ονείρων μας. Μένουμε με τη φωνή του να ηχεί, με μια σοφία που κάπως μαγικά κουβαλούν οι γονείς μας.

Ένα πρωί, βγαίνεις από το σπίτι. Κλείνεις την πόρτα πίσω σου. Ανασαίνεις. Παίρνεις το αμάξι, ανοίγεις το παράθυρο, σε βαράει αέρας. Η ζωή. Κατάμουτρα. Έπεσε η αυλαία. Και τότε, βγάζεις, πια, τα μαύρα, τα πένθιμα τα ρούχα σου.

Συντάκτης: Pierrette Fortin