Οι άνθρωποι τις αγαπήσαμε τις λέξεις. Έγιναν όχημα της έκφρασής μας κι εμείς δημιουργοί και τεχνίτες της. Τις φέρνουμε βόλτα από ‘δω κι από ‘κει και τους δίνουμε σχήμα ανάλογο των προθέσεών τους. Τις καλλωπίσαμε, τις βάλαμε σε κουτάκια κι ύστερα ορίσαμε τη λειτουργία τους. 

Ποιες είναι καλές, ποιες κακές και ποιες αρμόζουν στο καθετί. Τις χρησιμοποιήσαμε σαν έκφραση, απάντηση κι επιθυμία. Οι τολμηροί τις φώναξαν και οι άλλοι, οι λιγότερο θαρραλέοι, τις μάζεψαν και τις στρίμωξαν όλες μαζί ανάμεσα σε λευκές, κενές σελίδες. 

Κάποιοι αποτύχαμε στα λόγια. Μας πρόδωσαν και τα προδώσαμε. Δεν ταιριάξαμε βρε αδερφέ μου. Αυτά φώναζαν δυνατά κι εμείς ήμασταν συνηθισμένοι στην ησυχία. Κι όλο είχαμε τόσα να πούμε κι όμως ποτέ δεν τα λέγαμε. 

Πες το ανασφάλεια, πες το και φόβο. Ίσως είναι ντροπή, αδυναμία, συστολή ή και τίποτα απ’ όλα αυτά. Ίσως απλά εμείς, οι σιωπηλοί και συνεσταλμένοι, να υπολογίζουμε τις κουβέντες μας αλλιώς. Με άλλη βαρύτητα κι άλλη προσοχή.

Είναι κάποιες κουβέντες απλές κι εύκολα εξομολογήσιμες. Τις μαρτυράει το στόμα χωρίς πολύ δισταγμό ή προσπάθεια. Ίσως η ευκολία στην εκφορά τους να οφείλεται στη συνήθεια της φύσης τους. Λέξεις και λόγια που έχουν χιλιοειπωθεί και πλέον κανείς, μα ούτε κι εσύ, θυμάται το νόημά τους. 

Είναι από την άλλη και κάποια άλλα λόγια, που καμιά ρητορική δυνότητα δεν είναι ικανή να τα εκφράσει. Κουβέντες απλές, με αρχή, μέση και τέλος μα με συναίσθημα απροσδιόριστο. 

Κι αυτές, είναι σχεδόν αναγκαιότητα να τις καταγράψεις. Έτσι, για να μη χαθεί η αλήθεια και η έντασή τους. Ο φόβος που δεν εξέφρασες, ο θυμός που σε έπνιξε, εκείνη η αγάπη που σε λύγισε κι άλλα τόσα που συνειδητά κι από αδυναμία αφήνεις ανείπωτα. 

Αν δεν μπορείς λοιπόν να το πεις, γράψ’ το. Γράψε το φόβο σου και θα τον σκοτώσεις. Γράψε το θυμό σου για να τον ξεσπάσεις. Κι όσο για την αγάπη, γράψ’ την και θα της βρεις λογική. Σ’ αυτήν αλλά και στον κόσμο.

Εξάλλου, η αγάπη έμοιαζε πάντα καλύτερη αποτυπωμένη στο χαρτί παρά στις λέξεις.  Νομίζεις πως τη φωνάζεις δυνατά κι ακούγεται καλύτερα, μα φίλε μου, όσο φωνάζει εκείνη στη σιωπή της, δε φώναξε ποτέ κανένας. 

Μερικές φορές, λίγες μουτζουρωμένες γραμμές συναισθήματος, πρόχειρα ακουμπισμένες σε πεταμένα φύλλα χαρτιού, μπορεί να αποδειχθούν το καλύτερο είδος ψυχοθεραπείας. Γράφεις κι αντανακλάται ολόκληρος ο μικρόκοσμός σου. 

Ευαίσθητος και γκρεμοτσακισμένος, σίγουρα όμως αληθινός. Σηκώνει μαγκιά κι ελευθερία να καταθέτεις την αλήθεια σου κι ας μην την ακούει κανείς. Κι ας σου λένε ύστερα όλοι εκείνοι οι ψευτόμαγκες, ότι είσαι δειλός που δεν τη φωνάζεις. 

Λες κι αν κάνεις φασαρία με το εσώψυχό σου, τότε αυτό αποκτάει μεγαλύτερη σημασία. Σαν όλους αυτούς που μάταια και απελπιστικά ζητούν να ακούσουν δυνατά πως τους αγαπούν, γιατί φαίνεται μόνο τότε μπορούν κι εκείνοι να το πιστέψουν. 

Λόγια που γράφτηκαν και πήραν σχήμα με μελάνι, είναι λόγια αθάνατα. Λόγια που κουβαλάνε βαθύ και βαρύ, καταπιεσμένο συναίσθημα και προτίμησαν να μείνουν σιωπηλά από το να χαθούν κάπου αδιάφορα στη βουή του κόσμου. 

Ίσως όμως τελικά, αυτά να θέλει να ακούει ο άνθρωπος. Λόγια φασαριόζικα κι αυθάδικα. Από την άλλη βέβαια είσαι κι εσύ, που ποσώς σ’ ενδιαφέρει τι κάνει κέφι σε εκείνους να ακούνε. Για εσένα γράφεις και για την ψυχή σου και κουμάντο σε αυτήν δεν κάνει ουδείς άλλος, παρά εσύ. 

 

Eπιμέλεια Κειμένου Αναστασίας Θεοφανίδου: Σοφία Καλπαζίδου

 

Συντάκτης: Αναστασία Θεοφανίδου