Υπάρχει μια και μόνο βασική σταθερά στον έρωτα. Η ταχύτητα της εξαφάνισής του ισούται με την ταχύτητα της αρχικής του εμφάνισης. Αν, για παράδειγμα, η τελευταία υπήρξε ραγδαία, μοιραία και απότομη, ίδια θα υπάρξει και η κατάληξή του.

Κοινώς, όσο μεγαλύτερος ο έρωτας, τόσο περισσότερες κι οι πιθανότητες να αναφλεχτεί από την ίδια ένταση η οποία αρχικά τον δημιούργησε κι αυτή, είναι η πρακτική εκδίκηση της φύσης προς τους απανταχού αθεράπευτα ρομαντικούς και ερωτοχτυπημένους.

Όσον αφορά το τέλος, αυτό έρχεται το ίδιο απότομα και συχνά με μεγάλες δόσεις ανίας και αφοπλιστικής αδιαφορίας.

Καταλαβαίνεις ότι η σχέση σου έχει τελματώσει και είναι μισό μέτρο από την αυτοκτονία, όταν χρειάζεσαι ειδικές συνθήκες αυτοσυγκέντρωσης και παρόμοιες εξαντλητικές προσπάθειες, για να θυμηθείς το ένα εκείνο βασικό σημείο το οποίο κάποτε ερωτεύτηκες.

Ξέρεις πως η σχέση σου έχει σίγουρα πεθάνει, όταν η φυσική αντίδραση του υποσυνείδητού σου απέναντι σ’ αυτό είναι απελπισία και γέλιο και φυσικά, αφόρητη σύγχυση που δεν ξέρεις με ποιο απ’ τα δύο ταυτίζεσαι και πιο πολύ.

Αυτά τα λίγα, παραπάνω, συνοψίζουν τα πρώτα εκείνα συμπτώματα του πρώιμου ξενερώματος. Μικρές, φωτεινές ενδείξεις πως ο εξίσου μικρός, φτερωτός άγγελος παίρνει τα βέλη του και σ’ εγκαταλείπει. Το είδες να έρχεται και τώρα σου συμβαίνει.

Η ξενέρα, ωστόσο, εν μέσω έρωτα λειτουργεί ακριβώς όπως η ανάρρωση από ένα ατύχημα. Άπαξ και συμβεί δε θυμάσαι τίποτα πριν απ’ αυτό. Έτσι λοιπόν, η συνείδησή σου διχοτομείται και διαιρείται σε δύο βασικές περιόδους.

Την τυφλά ερωτευμένη και προπολεμική, κατά την αναφορά της οποίας αντιμετωπίζεις κενά και απώλεια μνήμης και η ύστερη κι ετεροχρονισμένη, κατά την οποία αποκτάς και πάλι συνείδηση και καθαρότητα.

Το άλλο ζήτημα με την ξενέρα είναι ότι χτυπάει ακριβώς σ’ εκείνο το σημείο όπου ο άλλος ποντάρει στον έρωτά σου. Τη στιγμή που ο φλεγόμενος και ανεξέλεγκτος πόθος σου χτυπάει κόκκινο και μοιάζει σχεδόν αδύνατον να τον αντέξεις.

Όταν θα ισοπεδώνεσαι και θα παραδίνεσαι αργά και σταθερά, πιστεύοντας πως αυτό ήταν το τέλος κι η αρχή που σου αξίζει. Όταν θα παρακαλάς να ξεπεράσεις τη δίνη του κι αυτή θα σε καταπίνει.

Εκείνη, λοιπόν, τη στιγμή που θα χτυπάς πάτωμα, που θα καίγεσαι, θα βράζεις και θα σιγολιώνεις, θα ανοίξεις διάπλατα το βλέμμα σου και θα το αποφασίσεις πως δεν είναι αυτή η ιστορία που θα της ταιριάξεις.

Θα χρειαστεί μια μονάχα λέξη για να γίνει η αρχή κι η κάθε δεύτερη θα αποτελεί υπενθύμιση και συνάμα επιβεβαίωση της ακόμη μια φορά άκαρπης επιλογής σου.

Το χειρότερο όλων έρχεται όταν, κατά λάθος πάντα, φτάνεις να αποκαλείς τον κάθε τυχαίο άνθρωπό σου λες κι έζησε δίπλα σου καιρό.

Ύστερα, όλη η τριγύρω παπαγαλίστικη κι αισχρά ψευδής προπαγάνδα, πως τάχα μου έρωτες σαν το δικό σου δεν πεθαίνουν κι άρα το έχεις από χρέος να μείνεις εκεί που είσαι, αλυσοδεμένος.

Ε λοιπόν αυτός ο άνθρωπός σου δε θυμίζει σε τίποτα αυτόν που ερωτεύτηκες. Η ομοιότητα είναι τέτοια που συχνά αδυνατείς κι εσύ να το πιστέψεις. Δεν είναι αυτός ο άνθρωπός σου. Δε μιλάει σαν κι αυτόν και το ‘χεις δει πως πλέον σε χαλάει.

Τα μάτια του δε λάμπουν πια το ίδιο, τα χέρια του είναι σαν όλα τ’ άλλα χέρια και η ανάμνηση των δύο σου είναι απόμακρη και θαμπή. Το άρωμά του χάνεται μέσα στα τόσα άλλα και τίποτα πια δικό του δε σε συνταράσσει. Ούτε το όνομά του, ούτε πια κι αυτός.

Δε σε εξαγριώνει η αδιαφορία του και η απούσια δε σε μαστιγώνει. Δε θα ταραχτείς όταν γίνει αναφορά στο πρόσωπό του, ούτε κι όταν κάπου τυχαία τον συναντήσεις. Δε θα κοιτάξεις να αναζητήσεις το βλέμμα του γιατί τώρα θα καρφώνεις ένα άλλο.

Κι αν μάθεις πως ρωτάει για σένα και τα παλιά τα μεγαλεία σας ούτε θα κοντοσταθείς, ούτε θα διστάσεις. Θα γελάσεις μόνο που πέρασες για λίγο το λάθος άτομο για άνθρωπό σου. Όχι από θυμό ή παράπονο μα από απλή συνειδητοποίηση. Στην τελική, ήταν δική σου η αστοχία.

Δε θα υπακούσεις στο μυαλό σου που ψάχνει λόγους να αναλύσει. Δε θα το παιδέψεις, δε θα το ταλαιπωρήσεις. Τέλειωσε. Σου τελείωσε κι ήταν απλό και σύντομο. Τόσο θέλει από τον έρωτα στο ξενέρωμα. Μονάχα ένα τσιγάρο δρόμο.

 

Επιμέλεια Κειμένου Αναστασίας Θεοφανίδου: Κατερίνα Κεχαγιά.

Συντάκτης: Αναστασία Θεοφανίδου