Αναβλητικότητα, αδιαφορία, απροθυμία. Τα τρία άλφα που θερίζουν. Όχι, δεν αναφέρομαι σε όλες εκείνες τις υποχρεώσεις που αυτόματα έτρεξε το μυαλό σου. Η μεγαλύτερη λούφα κρύβεται στα προσωπικά, τα απλά και καθημερινά.
Φέρε παράδειγμα εκείνες τις επισκέψεις που υποσχέθηκες να πας σε φίλους και συγγενείς, αλλά προτίμησες καναπέ και σπίτι αντί αυτού. Ή ακόμα καλύτερα, όλα τα τηλέφωνα που δε σήκωσες ή εκείνα που δεν μπήκες καν στον κόπο να κάνεις, αλλά αντιθέτως αρκέστηκες σε μερικούς τυπικούς κι απρόσωπους χαιρετισμούς.
Αυτοί οι χαιρετισμοί, που τυχαία θυμάσαι να αναφέρεις στο τέλος κάθε τηλεφωνικής συζήτησης. Συνήθεια κοινή, με όνομα, επίθετο και προφανώς, πολύ περιορισμένο χρόνο για επιπλέον και περιττό κουβεντολόι.
Όχι, κανείς δε σε κατηγορεί. Όμως να μωρέ, είναι που έχουμε συγχρονιστεί σε ρυθμούς χαλαρότητας κι επανάπαυσης. Και παρότι άλλα λέει ο λαός, υπάρχει κι η αντίληψη που υποστηρίζει πως γιατί να μην κερδίσεις λίγο περισσότερο χρόνο, αναβάλλοντας κάτι το οποίο μπορείς να κάνεις ανά πάσα στιγμή;
Όπως εκείνο το τηλεφώνημα για παράδειγμα, το οποίο είχες σκοπό να κάνεις εδώ και καιρό μα όλο το ανέβαλες. Συμπάσχοντες πολλοί, συνένοχοι ακόμα περισσότεροι. Κι αν δεν τηλεφωνείς, δε σημαίνει πως δε νοιάζεσαι, θα πεις εσύ, κι ίσως να έχεις και δίκιο.
Αλλά να, είναι και εκείνο το διωράκι που χτύπησες χθες με τον κολλητό σου στο τηλέφωνο και δεν αφήνει τις τύψεις σου να κοπάσουν. Όμως όχι, αυτό δε μετράει γιατί ήταν επείγουσα ανάγκη κι ως γνωστόν για τους κολλητούς βρίσκεις πάντα χρόνο.
Κάπως έτσι λοιπόν, κάθε συζήτησή σας καταλήγει σ’ ένα «δώσε ρε ‘συ τα χαιρετίσματά μου» σε εκείνον τον κοινό φίλο ή φίλη, για χάρη του οποίου παρεμπιπτόντως, έχεις ήδη συμπληρώσει εργατοώρες αδιάκοπης κουβέντας κι ενημερωτικού κουτσομπολιού, χωρίς να επιδιώξεις στιγμή οποιαδήποτε διαπροσωπική επαφή.
Εντάξει, μπορείς να τρέξεις να δικαιολογηθείς. Να πεις πως φταίει η δουλειά, το γραφείο, τα παιδιά, η ζωή, κι ο Άρης στους Διδύμους που δε σε αξιώνουν να σηκώσεις το ρημάδι το ακουστικό.
Κάπου εδώ παρ’ όλα αυτά, θα συμφωνήσουμε όλοι πως εν τέλει, όλα στη ζωή είναι θέμα προτεραιοτήτων. Στο φινάλε όμως, αν προτιμάς να μου στείλεις χαιρετίσματα μέσω τρίτων και τέταρτων αντί να μου τα κοπανίσεις κατάμουτρα, τότε πολύ καλά κάνεις που δεν τηλεφωνείς.
Βλέπεις φίλε μου, οι άνθρωποι μπορεί να αγαπάμε την προσοχή, όμως συχνά μπερδεύουμε την αυθεντική με την κόπια. Αν επομένως, δεν είναι διακαής επιθυμία κάποιου να σε ακούσει κι αν σε στριμώχνει ανάμεσα σε άλλα τηλεφωνήματα, όπως εκείνα της πεθεράς, του τριτοξάδερφου και της θείας απ’ το Σικάγο, εσύ να λες ευγενικά «ευχαριστώ» για την υπέρμετρη προσπάθεια που κατέβαλε και να πηγαίνεις πάσο.
Στην περίπτωση που έχεις ήδη αρχίσει να στοχοποιείς πρόσωπα, τότε καλύτερα να πάψεις να το παίρνεις προσωπικά. Εξάλλου όλοι το έχουμε κάνει το παράπτωμα. Γιατί ίσως είναι εκείνος ο φρέσκος χωρισμός για τον οποίο αποφεύγεις να μιλήσεις κι όλες εκείνες οι περιττές ερωτήσεις που θα προτιμούσες να μην απαντήσεις.
Και παρότι μπορεί να έχεις το ισχυρότερο άλλοθι για να σκαπουλάρεις την επαφή, δεν παύει να είναι τσάμπα απόσταση. Προσαρμόζεται και μονιμοποιείται η συνήθεια κι αργά ή γρήγορα το «δώσε στον τάδε χαιρετίσματα», μετατρέπεται σ’ ένα «τι να κάνει άραγε;» και σ’ αυτό το τελευταίο, γυρισμός δεν υπάρχει.
Γι’ αυτό, καμία ισχύ δεν έχει το χαθήκαμε. Χάθηκες. Εσύ. Κάποτε. Μόνος σου και λίγο προσπάθησες για το αντίθετο. Επιπλέον, είναι κι εκείνη η σιγουριά και η ψευτοπεποίθηση με την οποία γυρνοβολάμε, πως στο κάτω-κάτω της γραφής, αν κάποιος καιγόταν τόσο πολύ να μας μιλήσει, δε θα δίσταζε να επικοινωνήσει εκείνος πρώτος.
Κι εκτός των άλλων, η καθημερινή επικοινωνία, δε σημαίνει απαραίτητα ουσιαστική επαφή. Έτσι, η συνήθεια του να αναβάλλουμε ανθρώπους, είναι μια συνήθεια σαν όλες τις άλλες. Όπως ας πούμε, η τακτική του «από Δευτέρα’». Μέγιστη παγίδα. Σε παίρνει η μπάλα κα ούτε που καταλαβαίνεις πως εν τω μεταξύ πέρασαν δυο χρόνια.
O χρόνος όμως ό,τι γράφει δεν ξεγράφει κι ο άνθρωπος αναβολές δεν παίρνει. Τη διδάσκεται και τη μαθαίνει την απόσταση. Όσο εσύ λοιπόν παίζεις σε mode αναμονής κι αδιαφορίας, το μόνο σίγουρο είναι πως σύντομα θα βρεθείς να κοιτάς απ’ τον πάγκο.
Επιμέλεια Κειμένου Αναστασίας Θεοφανίδου: Πωλίνα Πανέρη