Στιχάκια ερωτικά, αντιπροσωπευτικά, βιωματικά και μη. Σελίδες που γέμισαν από ανείπωτο κι ωμό συναίσθημα, αλήθειες που όφειλαν αξιωματικά να μείνουν τυπωμένες.
Ελεύθερος ο άνθρωπος που γράφει. Μαγκιά μεγάλη, ξέρεις, να απαντάς στη ζωή και στο πρόβλημα με λέξεις και συναίσθημα. Είναι βέβαια, θα μου πεις, επιλογή του καθενός πώς επιλέγει να παλέψει το πρόβλημά του. Τη χαρά και τη λύπη του. Την ανάγκη και τον έρωτά του.
Παραδόξως όμως, από όλα εκείνα τα μέσα που σκαρφίστηκε ο άνθρωπος να τα φέρνει βόλτα στη ζωή, κανένα δε στάθηκε ικανό να μηδενίσει την απόσταση. Εκείνη τη σκληρή, χυδαία, απεχθή κι επονείδιστη απόσταση ανάμεσα σε αυτά που ξέρεις κι εκείνα που με λαχτάρα το μυαλό πασχίζει να πιστέψει.
Κανένα παρά μόνο η γραφή. Αυτές οι μουτζούρες και οι στραπατσαρισμένες λέξεις που στριμώχνεις κάθε τόσο στο χαρτί, μα πετάς πριν καλά-καλά αρθρώσεις. Ένα μάτσο μικροί, δικοί σου κόσμοι με σχήμα, σάρκα και οστά.
Μόνο εκεί διαγράφονται τα χιλιόμετρα. Σε λίγες γραμμές αποτυπωμένου συναισθήματος. Λίγο μετράει η λογική πίσω από αυτό ή η δική σου τεχνική, συγγραφική δεινότητα να το διατυπώσεις.
Να βαστάς μολύβι και χαρτί και να τραντάζεται η ψυχή σου απ’ την αλήθεια. Εκεί είναι το θέμα. Να μπορείς να του βρίσκεις ανά πάσα στιγμή λόγια να του ταιριάξεις.
Και παρ’ ότι μπορεί να σιχαίνεσαι την αντανάκλαση του εαυτού σου στα λόγια που εσύ ο ίδιος ξεδιπλώνεις, εν τέλει δε θα αργήσεις να πιάσεις πάλι να γράψεις. Είναι βλέπεις που το συναίσθημα, άπαξ και το εκθέσεις μια φορά, δε σταματά ποτέ να σε τρώει.
Επιπλέον, είναι κι αυτή η ελευθερία και απέραντη ικανοποίηση που παίρνεις κάθε φορά που αυτό παίρνει σχήμα στο χαρτί. Γιατί ξέρεις, πως γι’ αυτά τα λίγα λεπτά που σαν παιδί μένεις να παίζεις με τις λέξεις, όλα τα ενδεχόμενα είναι πιθανά κι όλα υπάρχουν.
Όπως τότε, που νεαροί και μαθητούδια σκαρώναμε κάθε λογής στιχάκια κι αποφθέγματα πάνω σε τοίχους και θρανία κι αυτή ήταν η ύψιστη μορφή έκφρασης. Έγραφες και ήξερες πως και κανένας να μη τύγχαινε να διαβάσει τα λίγα, σκόρπια λόγια σου, η αλήθεια σου θα έμενε.
Ανεξάρτητα όμως από το αν το μήνυμά σου είχε συγκεκριμένο αποδέκτη ή παραλήπτη, αρκούσε απλά και μόνο που το έγραφες. Μια για εσένα που το ένιωθες και μια για εκείνον που το διάβαζε.
Ξαφνικά, δε σε νοιάζει ποιος διαβάζει, τι διαβάζει, αν διαβάζει και ποια είναι η γνώμη του στην τελική. Κι εκεί ακριβώς είναι αγαπητέ μου, που ξεκινάει η ελευθερία. Να νιώθεις ό,τι νιώθεις δυνατά κι αν το γουστάρεις, να το γράφεις.
Σε χαρτοπετσέτες, σκισμένα και τσακισμένα φύλλα χαρτιού, στα άδεια πακέτα από τσιγάρα. Οπουδήποτε υπάρχει χώρος για λίγες γραμμές να καταθέσεις τα εσώψυχά σου. Όσους λοιπόν, γράφουμε μανιωδώς και ατσούμπαλα πάνω σε ό,τι ύλη βρούμε, μη μας παρεξηγάτε.
Απλά να, εδώ, τα λέμε με τον εαυτό μας μπας και μπει σε λίγη τάξη του μυαλού η αταξία. Μες στη φασαρία, να κάτσουμε λίγο να μετρήσουμε απώλειες, αφίξεις, αποχωρήσεις. Ό,τι μένει, κι ό,τι φεύγει, καταγεγραμμένο για να το θυμόμαστε.
Εμείς που γράφουμε, τις μετράμε τις στιγμές μας μία προς μία. Γι’ αυτό, δεν υπάρχει περιθώριο για καθυστερήσεις ή πολυτέλειες. Το συναίσθημα θέλει να το πιάνεις ωμό και φρέσκο, να θυμάσαι τη γεύση και τη λεπτομέρειά του.
Σαν λοιπόν αρχίσεις να γράφεις, θα δεις πως ύστερα τίποτα και ποτέ δε μένει το ίδιο. Ούτε η αλήθεια σου, ούτε το αίσθημά σου, ούτε κι εσύ. Κι αν κόσμοι και κόσμοι ανοίγονται μπροστά σου, εσύ θα επιλέγεις μόνο εκείνον τον έναν, τον χειροποίητο, που σμίλεψες μόνος σου.
Γράφεις και αλλάζει για λίγο η σύσταση της ζωής. Γίνεσαι εσύ λίγο πιο γενναίος, γίνεται κι αυτή λίγο πιο δειλή. Γιατί τώρα είσαι οπλισμένος με χαρτί και μολύβι, να αντιμετωπίσεις τα τέρατά της και σκληρότερα όπλα από αυτά τα δύο, σου το υπόσχομαι πως σε καμιά άλλη ζωή δε θα βρεις.
Επιμέλεια Κειμένου Αναστασίας Θεοφανίδου: Σοφία Καλπαζίδου