Η γκρίνια. Ουσιαστικό. Γένους θηλυκού κι ενικού αριθμού. Η γκρίνια μπορεί να σκοτώσει. Μεταφορικά κι όχι κυριολεκτικά, εκτός κι αν συσσωρευτεί τόση τοξίνη στον οργανισμό που κι αυτός θα πρέπει, τελικά, κάπου να την ξεσπάσει.
Η γκρίνια, επίσης, πολλαπλασιάζεται και πολλαπλασιάζει όλα τα κακά αυτού του κόσμου και βασικότερα της ζωής σου. Μπορεί, επιπλέον, να βλάψει σοβαρά εσάς και τους γύρω σας. Τέλος, η γκρίνια, μπορεί να παρουσιαστεί και να κάνει ντου σε ποικίλες μορφές.
Η γκρίνια, βεβαίως-βεβαίως, είναι σχεδόν η πηγή όλων των προβλημάτων. Φέρνεις, δηλαδή, εσύ όλη την αρνητικούρα σου, την απλώνεις καλά-καλά σ’ όλες τις γωνίες μη μείνει τίποτα ανεπηρέαστο κι ύστερα ξεκινάει το φαινόμενο ντόμινο.
Που σημαίνει ότι κάνεις εσύ την αρχή με το να ρίξεις το πρώτο τουβλάκι κι αυτά πέφτουν με τη σειρά τους σ’ όλα τα υπόλοιπα που ακολουθούν. Κι αν η γκρίνια σου είναι γερή και δυνατή –που κατά πάσα πιθανότητα είναι–, τότε είναι σχεδόν αδύνατον να μείνει κάποιο όρθιο.
Η φάση, για να καταλάβεις, είναι ότι παίρνεις ό,τι ελκύεις. Ξυπνάς εσύ μέσα στα νεύρα, ποτίζεις το κυκλοφοριακό και νευρικό σου σύστημα με τσαντίλα και τσαντίλα παίρνεις. Στη δουλειά, στο σπίτι, στη σχέση, στον καφέ. Μια γενικότερη τσαντίλα.
Θα πεις, «Πώς γίνεται, χρυσή μου, να μην έχω νεύρα όταν ξυπνάω το πρωί και δε βρίσκω ρούχο να φορέσω ή έχω ξεμείνει από ζάχαρη για τον καφέ;». Και με τα χίλια δίκια σου, δηλαδή, να τσαντιστείς αλλά κι η τσαντίλα έχει τα όριά της.
Να φρόντιζες, ας πούμε, να ‘χες ένα ρημάδι ρούχο ή τράβα πήγαινε να πάρεις ένα καφέ απ’ έξω. Είναι, βλέπεις, και κάποιες ατυχίες που πριν σε βαρέσουνε, ρωτάνε. Δηλαδή, «Θα φροντίσεις να γίνεις άνθρωπος ή να σε αφήσω να σιχτιρίζεις πρωί-πρωί;». Κατάλαβες;
Μετά, είναι κι αυτή η γκρίνια, η χωρίς λόγο. Η αχάριστη γκρίνια. Γκρινιάζεις, για παράδειγμα, που ναι μεν βρήκες να παρκάρεις, αλλά όχι ακριβώς εκεί που θες. Ή η γκρίνια που άργησε ένα δεκάλεπτο το λεωφορείο, ενώ δε χρειάστηκε να περπατήσεις δώδεκα χιλιόμετρα με τα πόδια.
Υπάρχει επίσης κι η γκρίνια η ψυχαναγκαστική, όπου γκρινιάζεις γιατί απλά πρέπει να γκρινιάξεις. Εκεί γκρινιάζεις για τον ήλιο, για τη θάλασσα, για το σπίτι, για το γείτονα, τον αδερφό, την αδερφή σου, το συμπέθερο απ’ τα Τίρανα και τη θεία απ’ το Σικάγο.
Και προς Θεού, κι ο συμπέθερος κι η θεία είναι αξιολάτρευτοι, όμως έλα μου που έπεσες σε κακή ημέρα. Αν μη τι άλλο, πρέπει κι εσύ κάπου να ξεσπάσεις. Σ’ αυτήν την περίπτωση, κάθε ώρα είναι κατάλληλη για λίγη γκρίνια.
Βέβαια, εν τέλει, η γκρίνια παραμένει γκρίνια. Κι είτε επιλέγεις να ζεις μ’ αυτήν, είτε γίνεσαι, ρε παιδί μου, λιγάκι πιο ευγνώμων. Κι εντάξει· ό,τι κι αν είναι θα περάσει. Στην τελική, σε σκότωσε; Σε έβλαψε; Αν όχι, κάν’ το γαργάρα κι άστο να πάει στο διάολο.
Έπειτα, σκέψου και τους άλλους. Δηλαδή, τι σου φταίει ο καημένος ο φίλος σου, η φίλη σου κι όποιος σε υπομένει, να του κάνεις τη ζωή του δυσκολότερη; Πες, «Μια βλακεία ήταν. Πέρασε. Πάμε γι’ άλλα».
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη