Καληνύχτες· σημαντικότερες κι απ’ τις καλημέρες. Βαθιά υποτιμημένες και βασικότερα, υποκειμενικές. Κι αν σου λένε «καληνύχτα», ανάθεμα κι αν ξέρουν τι σε μέλλει εσένα αυτή. Εσύ, βέβαια, τη δέχεσαι και γιατί να μην τη δεχτείς; Κι η νύχτα, δηλαδή, γιατί να μην είναι καλή; Τι της λείπει;
Έχεις τους φίλους σου, τους κολλητούς και την παρέα. Η ζωή δεν είναι και τόσο χάλια όταν είσαι μόνος. Έχεις την ελευθερία σου και λογαριασμό δε δίνεις σε κανέναν. Αντικειμενικά, τα έχεις όλα. Κι η δουλειά καλή είναι. Ξεχνιέσαι όσο να ‘ναι απ’ την πολλή βαβούρα.
Το πρόβλημα έρχεται το βράδυ, που λες να ησυχάσεις. Κάθεσαι στο κρεβάτι και σκέφτεσαι. Έχεις πάρει ένα διπλό, μεγάλο, να νιώθεις άνετα. Ξαπλώνεις και λες κάτι σου λείπει. Κοιτάς, κανείς. Μα και μονό να ήταν, χειρότερη η κατάντια. Δε χωρά άλλος δίπλα σου και φροντίζεις να το δείχνεις.
Η νύχτα, όμως, εξακολουθεί να είναι καλή. Δεν πειράζει, λες, που δεν έχεις κάποιον. Καλά θα ήταν μα δεν πειράζει. Ξαναμετράς μονάχος σου, σιωπηλά κι από μέσα σου όλα αυτά που έχεις. Να μην το ‘χεις παράπονο, μη στεναχωρηθείς.
Μετράς κι αυτά που λείπουν. Ένας. Αόριστος ή και συγκεκριμένος. Ξαφνικά η νύχτα δεν είναι το ίδιο όμορφη. Ποιον κοροϊδεύεις; Είναι βαρετή και πληκτική και ταιριάζει άψογα σε σένα. Ένας ψεύτης είσαι, πάρ’το απόφαση.
Καλή νύχτα θα είναι μόνο όταν θα αγκαλιάζεις αυτό που μέχρι κάποτε σε κρατούσε ξάγρυπνο. Αυτό, που λίγο πριν έριχνες προσευχές να ερχόταν δίπλα σου. Δυο χέρια. Αυτά είναι μόνο. Δυο χέρια κι άλλα δύο τα δικά σου. Μαζί και –κατά προτίμηση– κουλουριασμένα.
Και βασικά, αυτό δε θες; Έναν άνθρωπο να έρχεται πού και πού να σε σκεπάζει; Δε θα γίνεις κτητικός, να τον ζητάς και κάθε μέρα. Να γίνει μια φορά μόνο δικός σου κι ύστερα να ξέρεις πως θα έρχεται. Ε σκέψου, αυτός ο ένας να ‘ναι κι ο συγκεκριμένος που ζητούσες.
Ίσως να σου ακούγεται λίγο. Δυο χέρια θα ‘ναι μόνο. Τι διαφορά να κάνουν; Ίσως να ‘χεις συνηθίσει στα πολλά, τους πολλούς και τη φασαρία. Κι ίσως, τελικά, να συμβιβάζεσαι πως κι αλλιώς, χωρίς αυτά, πάλι καλά θα είναι. Δηλαδή, μεταξύ μας, έτσι θα ‘πρεπε να είναι.
Γιατί, δηλαδή, να είναι δυο χέρια η ευτυχία σου; Κι αν αυτά δεν έρθουν; Και πες πως ήρθαν κι ήταν παγωμένα. Τι κάνεις; Δεν είναι δική σου δουλειά να τα ζεστάνεις. Και βασικά, σκέψου αυτό, πως θα τα ζητάς και θα το ξέρεις πως ποτέ πραγματικά δεν ήτανε δικά σου. Αυτό, στ’ αλήθεια, δεν το ξεπερνάς.
Κι οι άλλες νύχτες; Να ακυρώνεις δέκα, για να κρατάς τρεις-τέσσερις. Όχι, πες μου, άδικο δεν είναι; Δεν είναι, όμως ο άνθρωπος, να ζει μονάχος του. Δηλαδή, καλά τα πάει και μόνος, αλλά είναι αλλιώς όταν μπορεί και ζει με κάποιον άλλον. Κι όταν σε κουράσει η καλοπέραση και τ’ άδικο το ξόδεμα, αυτά τα δυο τα χέρια θα ζητήσεις.
Παγωμένα, δανεικά, δανεισμένα ή δικά σου, θα το δεις, θα τα ζητήσεις. Γιατί δεν περνάνε κάποιες νύχτες κι αυτές που πες πως ίσως να περνάνε, τρέχουν αλλιώς με μια παρέα. Θα τα ζητήσεις, γιατί τις αγκαλιές που σου υποσχεθήκανε, θες κάποτε να τις πάρεις πίσω.
Στο λέω γιατί, σε τελική ανάλυση, αυτό είναι το μόνο που αξίζει. Να βρεις έναν άνθρωπο, να τον κάνεις δικό σου, να σε κρατάει και να λες πως τώρα, μάλιστα κύριε, είσαι ευτυχισμένος. Πώς μου πας και μου βαφτίζεις όλες τις προηγούμενες τις νύχτες καλές κι ευτυχισμένες;
Κι αυτούς τους πολλούς που άλλοτε ζήταγες, τώρα τους βαριέσαι. Σου γίνονται φορτικοί και τετριμμένοι. Και να το ξέρεις, πως κανένας δεν ευτύχησε απ’ τα πολλά τα χέρια. Αυτά φέρνουν μαζί τους άλλα· γοητεία, προσοχή, ελευθερία. Δυο όμως σ’ αγαπάνε.
Οπότε, αντί να σπαταλάς το χρόνο σου κυνηγώντας αυτούς που σε κατσιάζουν, να πας να βρεις αυτόν τον έναν, τον δικό σου. Και τίποτα, μωρέ. Μην ανησυχείς, όλα φτιάχνονται. Να ‘ναι μόνο στα αλήθεια καλή η καληνύχτα.
Επιμέλεια Κειμένου Αναστασίας Θεοφανίδου: Πωλίνα Πανέρη