Το σκέφτηκα. Έχεις δίκιο. Είμαι κουραστική, υπερβολική και φορτική. Ίσως έχω άλυτα θέματα και μου βγαίνουν όλα πάνω σου. Ζηλεύω, λες, υπερβολικά κι είμαι όλη μου ένα μάτσο φασαρία κι αυτό σε πνίγει. Κι εμένα πνίγει. Με πνίγει που όλο πάω να σου πω πως δεν είναι ζήλια και σωπαίνω.
Γιατί σωπαίνω; Και γιατί πάω κάθε φορά να σου απαντήσω; Λες κι έχω για κάτι ν’ απολογηθώ. Ε λοιπόν, δε θα απολογηθώ. Δε θα σου ζητήσω συγχώρεση που σε διεκδικώ και σε λατρεύω. Μονάχα, αν θες, θα σταματήσω. Μα όταν σταματήσω θα σου φαίνεται και θα ‘ναι στυγνή αδιαφορία.
Κι αφού δεν είναι ζήλια, μη με ρωτήσεις πια τι είναι. Αρκέσου απλά στο ότι δεν τους θέλω δίπλα μου. Δε μου ταιριάζουν, ούτε φυσικά κι εσένα. Κι είμαι σ’ αυτό κάπως απόλυτη μα κοντά σε μένα δε θα μιλάς για τους προηγούμενους. Δε γουστάρω να σ΄ ακούω να μου λες τ’ όνομά τους, ούτε τι, πώς και ποιος σου τους θυμίζει. Με χαλάει, ρε, πώς το λένε;
Νιώθω πως μπαίνουν στο στόμα σου κι αρχίζω αυτόματα να σε μοιράζομαι. Αν με ξέρεις, τότε θα ξέρεις πως με τη μοιρασιά έχω ένα θεματάκι. Δεν τα μπορώ τα πολλά τα χέρια, ειδικότερα όταν αγγίζουν πράγμα συναισθηματικά δικό μου. Το φθείρουν, του αφαιρούν αυθαίρετα τη μυρωδιά.
Ξέρω. Θα νευριάσεις, θα με στραβοκοιτάξεις κι ίσως ξενερώσεις που σου λέω πάλι τα ίδια, όμως τι; Ψέματα να σου πω; Είμαι κτητική κι εσύ μπορεί να το ‘χεις για ελάττωμα, εγώ όμως το ‘χω για καμάρι. Γιατί δε δέχομαι να μοιράζομαι χώρο με τους άλλους, τους μισούς κι ανίκανους που ‘κάναν περατζάδα απ’ το πλάι σου.
Κι αν εσένα, λες, δε σε χαλάει, άσε με να σου πω κι εσένα ονόματα. Εκείνων, των δικών μου. Αυτών που σε προηγήθηκαν κι αυτών που πριν από σένα ονόμαζα αγάπη. Μη με πεις διεκδικητική. Δεν είμαι. Να δεις μονάχα θέλω, πως αν έστω στο ελάχιστο γουστάρεις, μια ενόχληση την έχεις.
Να σου πω αυτά που είδαμε, όσα περάσαμε, τους έρωτες που ζήσαμε κι άλλα τόσα που δε σε αφορούν. Κι ύστερα έλα ξανά και ρώτα με αν σ’ αγαπώ, γιατί θα φτάσεις κι εσύ ν’ απορήσεις. Εγώ που είπα πως ό,τι είδα το είδα μόνο μαζί σου, εγώ που έρωτα έκανα μόνο μαζί σου.
Πώς κερδίζουν τώρα αυτοί χώρο στο στόμα μου; Εγώ που απ’ όλο το μέσα μου τους είχα τάχα μου αδειάσει. Αμφιβάλλεις αν όντως έχω αδειάσει. Να φύγουν. Να μην τους ξαναναφέρω. Να πω πως πέθαναν. Αν ποτέ τους πέθαναν.
Και παρότι εγώ θα σου λέω πως πράγματι μέσα μου πεθάναν, εσύ δε θα με πιστεύεις. Γιατί θα έχεις κοιτάξει μες στα μάτια μου καθώς τις πρόφερα τις λέξεις και θα έχεις δει και τα πράγματα που μαζί τους είδα και τον έρωτα που χώρια σου κάποτε μπόρεσα κι έκανα.
Γι’ αυτό και θ’ αμφιβάλλεις. Ίσως όχι όπως εγώ, γιατί το ‘χω μια συνήθεια ν’ αμφιβάλλω πάντα περισσότερο. Μα ελπίζω πως κι αυτό το λίγο για λίγο θα σε ταράξει. Πως για το ελάχιστο θα πάψω να ‘μαι πια υπερβολική και δε θα με θεωρείς ούτε κουραστική, ούτε δεμένη.
Δεν μπορώ να το ‘χω σίγουρο πως πράγματι με θέλεις όταν τους βρίσκω πάντοτε μπροστά μου. Δεν μπορώ να πατήσω πόδι στη ζωή σου, όταν το βήμα μου το δίνουν πάντοτε αυτοί. Εγώ, καρδιά μου, το ‘χω αλλιώς συνηθισμένο. Ζεις μαζί μου, είσαι μαζί μου και μόνο το δικό μου όνομα θ’ αναφέρεις.
Εγώ, τους έρωτές τους ποτέ δεν τους τους χάλασα. Εκείνοι τι θέλουν και μπλέκονται τώρα στον δικό μου; Ίσως τελικά, να φταις μόνο εσύ. Γιατί εσύ μ’ έδεσες, εσύ μ’ έκανες να παραφρονώ και να ζηλεύω. Εσύ γιατί ενώ ούτε που το ‘θελα, μ’ έκανες και kat;a l;auow σε αγάπησα.
Καταλάθος, γιατί δεν το υπολόγισα πως θα μου ‘πεφτε σε ποσότητα πολύ. Μου αρέσεις, φαίνεται, κάπως πολύ, γι’ αυτό και με βλέπεις να αυτοτιμωρούμαι έτσι. Και παρότι εσύ καθόλου δε μου φταις να τρως τα μαστιγώματα, μάθε το για να το ξέρεις, πως στη ζωή σου δε θα ‘μαι η μία απ’ τους πολλούς.
Η μία είμαι. Τίποτα άλλο πριν και τίποτα μετά.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη