Μαμά. Λέξη δισύλλαβη, με χαρακτήρα ελληνικό. Δυο οι συλλαβές, όσα και τα χέρια που σε φέρνουν. Δυο, για να ενώνουν φυσικά κι αβίαστα με το «σ’ αγαπώ» και «να προσέχεις», το μητρικό κι ατέρμονο, που βάζεις και μου παίζεις σαν κασέτα χαλασμένη όλα μου τα χρόνια. Χαρακτήρας ελληνικός, που έχει τη ρίζα της δεμένη στην υπερβολή κι εσένα που προσπαθείς μάταια να τη σπάσεις.

Μαμά, λες, και γεμίζει τ’ άδειο σπίτι. Πώς έτυχε και μ’ έπιασε, που λες, να πάω να ψάξω και να βρω κάτι ενθύμια, παλιά και ξεχασμένα, από φωτογραφίες που είναι τα μαλλιά σου πιο μακριά και τα χρόνια σου λιγότερα.

Ύστερα εγώ, κάπου πιο δίπλα, να σε κοιτάω όλο ελπίδα για τα δικά μου που ήτανε να ‘ρθουν και κάπου εκεί ανάμεσα θα τ’ ορκιζόμουν πως σε άκουσα να λες, «θυμάσαι;». Κι εγώ το χάρηκα που είχα επιτέλους μια φορά να σου πω «θυμάμαι».

Με πήρες απ’ το χέρι, με πήγες στο σχολείο. Με έντυσες και με στόλισες με ρούχα επίσημα και βαριά, που κανένας δεν την άξιζε την τόση ταλαιπωρία. Μ’ έσπρωχνες μπροστά να με δει ο κόσμος κι εγώ μία που τον φοβήθηκα και μία που του γύρισα την πλάτη.

Εσύ στεκόσουν δίπλα μου αγέρωχη και με το κεφάλι σου στημένο περήφανα ψηλά κι εγώ όπως σε είδα είπα «αυτή θέλω να γίνω». Κι ύστερα, βρέθηκα και φίλαγα σταυρό πως κάποτε θα γινόμουν κάποια, να ‘χεις στις μελλοντικές τις μέρες σου κι εσύ δυο χέρια ζεστά και γνώριμα για να κρατήσεις.  

Έπειτα, τα χρόνια μου άρχισαν και μετρούσαν πια αλλιώς, που είχα βρει κι εγώ ένα κάτι να του μοιάσω. Μα μέχρι να σου μοιάσω, έλεγα, και φτάσω να κρατήσω κι εγώ το κεφάλι μου ψηλά, θα σου βαρούσα προσοχή, παράπτωμα να μη μου βρεις κανένα.

Βέβαια, μετά μεγάλωσα και σου πέταξα και πνεύμα. Το ‘χα πάρει προσωπικά που δεν τον είχα βρει ακόμη τον τρόπο να σου μοιάσω. Κι αφού δεν το μπόρεσα αυτό, είπα θα σε απορρίψω. Να μην έχω μέτρο σύγκρισης, να μην έχω να λυπάμαι. Είπα, «θα γίνω νεοσύστατη».

Κι εκεί που πήγα να με χτίσω, τα παράτησα και πάλι. Πρώτα τα παράτησα κι ύστερα ντράπηκα, που αντί για λύση μου βρήκα ευκολότερα φωνή να σου υψώσω. Εσύ δεν ήξερες. Εγώ ήξερα περισσότερα. Πάντα εγώ ήξερα περισσότερα κι εσένα μόνιμα η απάντησή σου ένα «άσε την και θα δει».

Μου πήρε ένα-δυο θυμούς η άγνοια και πέρασε. Ύστερα, πέρα από πνεύμα, πέταξα και μπόι κι ήρθαν κι ισορρόπησαν τα μέσα και τα έξω μου. Τώρα ήσουν η φίλη, η αδερφή κι ο άνθρωπός μου. Εσύ που ήρθες πρώτη και μπήκες δεύτερη, να ‘χω να βρω χώρο εγώ να απλώσω τη ζωή μου.

Μετά ήρθαν τα δύσκολα. Οι πρώτοι έρωτες, οι άνθρωποι και μαζί μ’ αυτούς και τα πρώτα χιόνια. Στο μεταξύ μεγάλωνα και θρηνούσα για την κάθε λάθος μου βολή κι εσύ μου έλεγες «Μόνο έτσι συνηθίζεται η ζωή». Αργότερα, η δυσκολία έγινε πρόβλημα και σε θυμάμαι από τότε στα σκοτάδια μου να λες «Όλα περνάνε».

Κι αφού τελικά όλα περάσανε και φτιάξανε ένα κύκλο, είπα κι εγώ ν’ αρχίσω το δικό μου. Έκανα τις χούφτες μου γροθιά κι είπα θα βγω στον κόσμο. Φόρεσα θάρρος και παλτό, γιατί μου ‘λεγες είναι αδίστακτος, ψυχρός. Κι έτσι όπως με πίστεψες και μου άνοιξες την πόρτα, θυμήθηκα ξανά το χρέος μου να γίνω κάποια.

Ύστερα οι μέρες μου περνούσαν όμορφα κι εγώ που την αγαπούσα την ευθύνη απ’ τα μικράτα μου, την πηγαινοέφερνα τριγύρω σαν παράσημο. Έπειτα ζορίστηκα κι εμένα που μ’ έμαθες να έχω εμπιστοσύνη στον εαυτό μου, δεν το ‘ξερα καν πώς να μου βρω κατεύθυνση.

Εν τέλει, στάθηκα, ανέπνευσα και σκέφτηκα «όλα περνάνε». Αυτά πάλι περάσανε κι εγώ ποτέ ξανά δεν τα παρέδωσα τα όπλα. Από τότε όλο μάχομαι κι αρχίζω να σου μοιάζω.

Ε και τώρα που έγραψε κάμποσα χρόνια το κοντέρ, τα μάζεψα κι εγώ να σου τα γυρίσω. Πάνω τους σου έγραψα διακριτικά και με μολυβιά απαλή ένα «ευχαριστώ» και μία «συγγνώμη».

Ευχαριστώ που μ’ έφερες, με ανέχτηκες, που με άκουσες και με συγκράτησες. Ευχαριστώ που με πρόσεξες, με γιάτρεψες, που μου στάθηκες κι ας κουράστηκες. Συγγνώμη που σε παίδεψα, σε πλήγωσα, σε αμφισβήτησα και σου αντιμίλησα.

Να είμαστε καλά κι όλα περνάνε.

 

Επιμέλεια Κειμένου Αναστασίας Θεοφανίδου: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Αναστασία Θεοφανίδου