Έφαγα πολύ παραμύθι δίπλα σου. Το χόρτασα και με το παραπάνω. Συνήθισα στο ψέμα κι ύστερα έπεσα σαν βλάκας μέσα στη δική μου την παγίδα. Αυτό πονάει περισσότερο. Να ξέρεις πως ανάμεσα σε όλα τα άλλα, έχασες και τον εαυτό σου. Πως ενώ έπρεπε να σε προστατέψει, εκείνος φρόντισε να σε χτυπήσει πιο δυνατά απ’ οποιονδήποτε άλλον.
Κουράστηκα, φίλε μου. Με σιχάθηκα και πια δε με αντέχω. Κανείς δε με αντέχει. Ξέρεις, είχα αξιοπρέπεια κάποτε. Ήμουν εγώ για εμένα και δε μ’ ένοιαζε αν δε στεκόταν στο πλάι μου ψυχή. Με αγαπούσα και ήμουν αρκετή. Είχα τους ανθρώπους μου και για προσοχή δε ζητιάνεψα ποτέ μου. Σήκωνα τοίχους για κάτι τύπους σαν κι εσένα μην μπουν και με γκρεμίσουν κι εσύ με γκρέμισες. Αργά και βασανιστικά, σχεδόν με δεξιοτεχνία επαγγελματία.
Ερχόσουν κι έφευγες όποτε ήθελες. Ήξερες πως θα έβρισκες την πόρτα ανοιχτή. Εντάξει, δε λέω, ίσως φταίω κι εγώ που σου έδινα πάντα έτοιμα τα κλειδιά στο χέρι. Πάταγες σε κάθε σημείο που πονούσε, έτρεφες τον εγωισμό σου με δικές μου ελπίδες και πάμε πάλι απ’ την αρχή. Αυτό ήμασταν. Μια σχέση σταμάτα-ξεκίνα. Μια αέναη δική μου προσπάθεια να σε κάνω να δεις πως υπάρχω. Και τελικά αναρωτιέμαι, αξίζει; Γιατί καρδιά μου, η αλήθεια είναι πως ό,τι και να κάνω, όσους ρόλους και αν παίξω, εσύ θα γυρίζεις πάντα κάπου αλλού. Κάπου που δεν είμαι εγώ.
Πόσο κατεστραμμένος παίζει να είσαι ρε γαμώτο μου και πόσο γελοία εγώ να σε δικαιολογώ; Ξέρεις για τι λυπάμαι; Που δεν τα έφερα όλα ανάποδα όταν έπρεπε. Που έγινα αυτό που είχα πει πως ποτέ δε θα γίνω. Μια εκκρεμότητα. Κάπου να μπορείς να ακουμπήσεις τα προβλήματά σου όταν σε βαραίνουν. Ένας έρωτας δανεικός όταν δε βρίσκεις άλλη αγκαλιά να αράξεις.
Το ζήσαμε για λίγο κι ήταν ωραία ρε διάολε. Γιατί ήταν ωραίο το χαμόγελό σου και ταίριαζε πολύ με το δικό μου. Γιατί είχα συνηθίσει να βλέπω το όνομά σου πίσω από τις κόκκινές μου ειδοποιήσεις. Δε στα είπανε; Έτσι ερωτεύεται ο κόσμος σήμερα. Αλλά ναι, ξέχασα. Εμείς κι ο έρωτας δε συναντηθήκαμε ποτέ. Συγγνώμη, αλλά βλέπεις ζει ακόμα εκείνη η πλευρά του εαυτού μου που θέλει να πιστεύει. Μη νομίζεις όμως, σιγά σιγά τη βάζω για ύπνο και αυτή.
Άσχημο πράγμα η απάθεια. Να μη σε νοιάζει πια αν νιώθεις κι όταν νιώθεις να μην καταλαβαίνεις. Κι αυτό συναίσθημα είναι και μάλιστα βαθύ, με νόημα μεγάλο. Σημαίνει ότι άδειασες, βάρυνες και κάτι πρέπει να αφήσεις και στη δική μου την περίπτωση, αυτό είσαι εσύ. Μην ακούς που λέω πως θα μου λείψεις. Είναι όλα παιχνίδια του μυαλού. Τι να μου λείψει άλλωστε; Η αδιαφορία σου ή τα ψυχανώμαλα εγκεφαλικά παιχνίδια σου;
Δεν ερωτεύτηκα εσένα. Την ιδέα σου ερωτεύτηκα. Αυτό που ήθελα να είσαι, μα ποτέ δε θα μπορέσεις να γίνεις. Ερωτεύτηκα την ιδέα μιας αγάπης τόσο δυνατής, που να σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά της. Μια αγάπη αλλιώτικη, ολοκληρώτικά δική μου, μια αγάπη ιδεατή.
Γι’ αυτό λοιπόν, μη θεωρείς ότι είσαι τίποτα ξεχωριστό. Κι αν όλα αυτά έψαξα να τα βρω σ’ εσένα, ήταν γεγονός καθαρά συγκυριακό και ατυχές για εμένα, που ωσάν ωραίος κι αφελής μαλάκας πήρα το δικαίωμα να βαφτίσω την αρρώστια μας σχέση. Σκληρό ε; Κι όμως τόσο αληθινό. Μου τελείωσαν τα «δεν πειράζει», αγάπη μου.
Αντίο, να προσέχεις και δεν τα λέμε.
Επιμέλεια Κειμένου Αναστασίας Θεοφανίδου: Κατερίνα Κεχαγιά.