Βόλεμα. Η κινητήριος δύναμη του ανθρώπου. Απόδειξη αυτού, οτιδήποτε κάνει. Να βρει μια σταθερή δουλειά, να βγαίνουνε τα έξοδα, να βρει ένα σπίτι, ώστε με κάτι να το γεμίσει και πάει λέγοντας.
Ύστερα οι άνθρωποι. Το ίδιο κάνει και με τους ανθρώπους. Να βγει έξω, να γνωρίσει δυο ανθρώπους, ιδανικά να μείνει ένας, να πορευτούνε πλάι-πλάι. Κι έξω βγαίνει κι ανθρώπους γνωρίζει μα κανείς δε μένει και καθείς μοναχός πορεύεται.
Στο μεταξύ τα χρόνια περνάνε και κάποια στιγμή πέφτουν πολλοί οι χωρισμοί για έναν άνθρωπο που δικαιολογημένα πάει κι αυτός και βολεύεται. Κι οι χωρισμοί πολλαπλασιάζονται και τα χρόνια τα ρημάδια περνάνε γρηγορότερα και λιγοστεύουν κι όσοι μένουνε για βόλεμα.
Γι’ αυτό και χώνεται. Κάπου, όπου βρει κενό, σε κάποιον να τ’ αντέξει. Τα πρώτα χρόνια είναι καλά, γιατί στο μεταξύ έχει βρει και τη δουλειά και τα έξοδα παλεύονται και το σπίτι συντηρείται και τώρα βρήκε άνθρωπο και γέμισε.
Μετά από λίγο, βέβαια, έρχονται και τα πρωτοβρόχια γιατί αρχίζει, όσο να ‘ναι, να χαλάει το πρόχειρο το βόλεμα. Και τσάμπα ο κόπος. Και τώρα τα ‘χει δύο τα προβλήματα. Ένα που βολεύεται κι ένα που κι ας βολεύεται, το κάνει πάντα λάθος.
Μα άνθρωποι είμαστε και λάθη κάνουμε κι εσύ -κι αν ας πούμε συμφωνείς- όλο και κάπου βολεμένος θα ‘σαι. Το πρόβλημα όμως, φίλε μου, είναι που παθαίνουμε, ας πούμε, και δε μαθαίνουμε και το ‘χουμε κάψει στο repeat.
Στο τέλος βέβαια, μένει πάντα ένας γενικός κανόνας. Κι εδώ, αν υπήρχε ένας θα ήταν να διεκδικείς αυτό που γουστάρεις κι όχι αυτό που σου βρίσκεται εύκαιρο. Κι αν, τέλος πάντων, το ζήτημά σου είναι να ‘χεις κάτι, ρε αδερφέ μου, να κρατάς στο χέρι, κράτα τουλάχιστον την αξιοπρέπειά σου.
Έμαθες κι εσύ, όπως και όλοι μας, να κλειδώνεις ανθρώπους σε τιμή ευκαιρίας. Γίνονται πάντοτε πιο εύκολοι αν υποπέσουν σε ανάγκη. Κι αφού το διάλεξες εσύ, είναι δικοί σου. Κι αν τους έχεις ανάγκη, οφείλουν να μείνουν.
Τους τραβάς από εδώ, τους τραβάς από ‘κει και κάπως, κουτσά-στραβά ταιριάζουν. Κι εντάξει, δεν είναι ακριβώς αυτό που υπολόγιζες, αλλά κατά τ’ άλλα «Μια χαρά παιδί είναι, μωρέ» και τέλος σκέφτεσαι, πως κι αφού γρήγορα διαλέγεις, το σφάλμα είναι, φυσικά, αναμενόμενο.
Ωστόσο οι καιροί είναι χαλεποί κι οι άνθρωποι είδος -σαφέστατα- υπό εξαφάνιση, οπότε άνθρωπο να έχεις και κουβέντα να γίνεται. Και μετά, τα ‘παμε πώς πάει με τις πρώτες μπόρες και το κρίμα, συνοπτικά, στο λαιμό του επόμενου.
Γι’ αυτό άκου τα, να τ’ ακούμε όλοι. Τι τα θέλεις τα μπαλώματα; Στο αίσθημα, μετριότητα δεν παίζει. Ή γουστάρεις ή δε γουστάρεις. Ή διεκδικείς ή κάνε πέρα να διεκδικήσει κάνας άλλος. Κι εδώ, στο τελευταίο, λόγος, καλέ μου, δε σου πέφτει.
Και τελικά, προς τι η φασαρία; Και που βολεύτηκες, σπίτι ουσιαστικό, ποτέ δε βρήκες. Καλέ μου, γυρεύεις τα εύκολα, γιατί φοβάσαι. Και γιατί, πώς να το κάνουμε, πάντα θα είναι η φύση σου τεμπέλικη κι αλαζονική. Να ελπίζεις πάντοτε πως θα ‘ναι στο εύκολο το τυχερό σου.
Ύστερα είναι κι ο φόβος. Κι αν τα βάλεις με τα δύσκολα και τα δύσκολα σε κάψουν; Πώς να την αντέξεις ύστερα την τόση ταλαιπωρία; Γι’ αυτό και συμβιβάζεσαι και τέλος, συνηθίζεις.
Και τώρα δεν έχεις ούτε ταμπού περί συμβιβασμών κι υποχωρήσεων κι είσαι μια χαρά φυσιολογικότατος άνθρωπος, με τις απώλειες βολεμένος και τ’ απωθημένα του. Κι εντάξει. Τι κι αν δεν πήγανε όλα καλά; Να ‘μαστε καλά, να βρίσκουμε να βολευόμαστε.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη