Ο μεγαλύτερος λόγος που οι άνθρωποι αντιδρούν στην αλλαγή είναι ο φόβος. Φοβούνται είτε αυτό που πρόκειται να γίνουν είτε την πιθανότητα να μη γίνουν ποτέ. Έτσι, μένουν στάσιμοι.
Αν ποτέ γίνει κάτι σημαντικό, αλλάζουν ραγδαία και το λένε «τυχαίο». Τυχαία έγινε. Αλλά έγινε. Διαφορετικά, μένουν ίδιοι και γκρινιάζουν για όλα αυτά που δεν κατάφεραν ν’ αλλάξουν, να γίνουν, να φτιάξουν.
Ύστερα σου λένε πως δεν αλλάζουν, γιατί ο άνθρωπος γενικά δεν αλλάζει, αλλά μονάχα τον αλλάζουν. Το λένε κιόλας, δηλαδή. «Δεν αλλάζει ο άνθρωπος». Οι συγκυρίες, οι καταστάσεις, οι άνθρωποι, τα λόγια. Θα πεις, κι αυτό εκούσιο είναι. Δηλαδή, τ’ άφησε να τον αλλάξουν κι αυτά τον άλλαξαν.
Το δυσκολότερο είναι να πάρει κανείς την πρωτοβουλία να αλλάξει μόνος του. Δύσκολη η αρχή πρώτον και δεύτερον, αν, ας πούμε, αποτύχει, η ευθύνη πέφτει όλη πάνω του. Αυτός απέτυχε. Αυτός είναι αδιάλλακτος. Σ’ άλλη περίπτωση, ήταν απλά οι άλλοι πολύ αδιάφοροι.
Στην περίπτωση, που μένεις έρμαιο της διάθεσης των άλλων, είναι μια απόφαση λιγότερη ν’ αλλάξεις. Διότι η αλλαγή συμβαίνει σχεδόν ασυνείδητα. Και ταυτόχρονα συνειδητά. Παράδειγμα∙ δε θες να τους αφήσεις να σ’ αγγίξουν, αλλά την ίδια στιγμή κουράζεσαι υπερβολικά πολύ ν’ απομακρύνεις τα χέρια τους.
Έτσι, βρίσκεσαι διαρκώς σε μια συνεχή διαδικασία ζύμωσης και πότε αλλάζεις για να μη σ’ αλλάξουν, πότε επηρεάζεσαι, πότε υπομένεις, καταπιέζεσαι, σωπαίνεις, ξεσπάς και τα λοιπά και τελικά, τι είναι δικό σου;
Δηλαδή, τι επιλογή μένει τελικά στον καθένα ν’ αλλάξει γιατί το γουστάρει αυτός ή κι όχι; Κι έπειτα είναι κι αυτό το γαμώτο που πάντοτε σου λείπει η αυτοκυριαρχία και φρένο πάνω σου δεν έχεις. Που πάντοτε αλλάζεις μορφή για κάποιον άλλον. Κι εσύ ποιος είσαι; Πού ξεκινάς εσύ και πού αρχίζουνε οι άλλοι;
Ξέρεις, το κίνητρο φαίνεται πάντοτε αλλιώτικο όταν υπάρχει άλλος. Τότε ο μόχθος σου έχει αξία. Το ελάττωμα, για παράδειγμα, αξίζει να φύγει αν είναι η αλλαγή σου να κρατήσει κάποιον. Κι εκεί, μπορείς να πεις πως οι γραμμές μπερδεύονται.
Ύστερα είναι κι η δέσμευση. Όσο υπάρχει αυτός ο κάποιος, σου υπενθυμίζει τα μελανά σημεία σου και την ανάγκη, ας πούμε, να τα αλλάξεις. Κι αν δεν το κάνεις για σένα, το κάνεις γι’ αυτόν. Συμβαίνει πάντα και στα καλύτερα σπίτια.
Και κακά τα ψέματα, έχεις δει ποτέ άνθρωπο να ξεκινάει οποιοδήποτε εγχείρημα για τον εαυτό του και μόνο; Υπάρχει πάντοτε κάποιος από πίσω. Ή έστω κάτι. Ένας έρωτας, μια φιλία, μια ανάγκη, ένα λάθος. Τέτοια πράγματα.
Διαφορετικά, δεν υπάρχει λόγος ν’ αλλάξεις τίποτα. Και τις υπογραμμίσεις οι άλλοι στις κάνουν. Σου δείχνουν, υστερείς εδώ, εδώ κι εκεί. Κι εσύ αν θες, που τελικά το θες, ξεκινάς να ξαναγράφεις και να σβήνεις.
Εν τέλει, δεν έχει καμία σημασία ποιος βάζει χέρι πάνω σου στην αλλαγή, γιατί έτσι κι αλλιώς, το βάζει. Και στο φινάλε, αυτή θα συμβαίνει πάντοτε με ή χωρίς τη θέλησή σου. Άλλαξες, σε άλλαξαν, τι διαφορά κάνει; Το αποτέλεσμα είναι πάντα ένα.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη