Λένε, πως οι σχέσεις των ανθρώπων για να χτιστούν προϋποθέτουν κόπο. Η πραγματικότητα παρ’ όλα αυτά, συχνά μας διδάσκει πως ο περισσότερος κόπος αφιερώνεται στη συντήρησή τους.
Η συντήρηση θέλει λεφτά, λεφτά εμείς δεν έχουμε και κάπως έτσι αρχίζουν και τα πρώτα ζόρια. Ισοπεδωτικό κι απαισιόδοξο, θα μου πεις. Και πώς να μην είναι, θα σου πω εγώ, αφού φτάσαμε πιο πολλά να σου κοστίζει ο φίλος, η γκόμενα κι ο κολλητός παρά ένα επιπλωμένο δυαράκι με θέα.
Εν τέλει πού καταλήγεις; Σε περικοπές. Πέσανε και τα διαπροσωπικά μας θύματα των καιρών. Κόβεις εξόδους, ποτά, διακοπές και τι σου μένει; Ένα ριμαδοτηλέφωνο να ’χεις να λες την κάψα σου. Και να την πεις, αλίμονο. Μόνο που κι αυτή με δανεικά τη βγάζεις.
Για τις αναπάντητες μιλάω, φίλε μου. Τις αναπάντητες τύπου «Έλα ρε, πάρε με γιατί δεν έχω κάρτα», τις αναπάντητες «Πάρε γρήγορα γιατί θα μου κλείσει από μπαταρία», τις αναπάντητες αντιπερισπασμού, τις χαζές κι επαναλαμβανόμενες αναπάντητες και κυρίως τις αδικαιολόγητες.
Ε λοιπόν το θέμα το μεγαλύτερο το βρίσκω σ’ αυτές τις τελευταίες. Γιατί δεν μπορείς, καλέ μου άνθρωπε, να θες να μου μιλήσεις και να μου βαράς τα τηλέφωνα σαν να πήρε φωτιά το σπίτι σου και να περιμένεις να χρεωθώ εγώ τη ζημιά σου κι από πάνω. Το συμπέρασμα είναι φανερά ένα. Από τότε που μάθαμε τις αναπάντητες, χάθηκε το φιλότιμο.
Αν είσαι φίλος κι αδελφός, πιθανόν θα συμπάσχεις και θα συμμερίζεσαι ετούτο εδώ το πρόβλημα και πράγματι, σου αξίζουν χίλια μπράβο που κρατάς την απόγνωσή σου κρυφή κι αμίλητη, ενώ κάλλιστα θα μπορούσε να είχε μετατραπεί σ’ έναν ωραιότατο θυμό και φονικό.
Αν πάλι είσαι απ’ τους άλλους –τους δυστυχώς πολλούς- κι εξαίρετους που το καθιερώσατε να ’ναι το κινητό σας κομπολόι κι οι αναπάντητες πιο συχνές κι απ’ το φτέρνισμά σας, τότε μπράβο και σ’ εσάς. Υποστηρίζετε τις αρχές της ανθρώπινης επικοινωνίας.
Μα δε φταις εσύ, θα μου πεις, που σε έριξε η ριμάδα η φτώχεια σου σε τέτοια εξαθλίωση. Όχι να σε βαφτίσουν και τσιγκούνη, βρε αδερφάκι μου. Εντάξει, έτυχε τρεις μήνες κι έκλεινε από μπαταρία. Δεκτό.
Απ’ την άλλη, είπαμε είναι η καταραμένη η κρίση και να πώς κάνουμε τα στραβά μάτια που έχεις να βάλεις κάρτα απ’ το 2004. Κι επειδή μια εκμετάλλευση δεν είναι ποτέ αρκετή, είστε κι εσείς που τις δράττεσθε τις στιγμές σας, μαζί και τα πορτοφόλια άλλων.
Διότι μιλάμε που μιλάμε· να μην καλύψουμε τουλάχιστον όλα τα τελευταία γεγονότα απ’ τη Μεταπολίτευση και μετά; «Αχ βρε συ, πότε πέρασε η ώρα;», λες, όταν έχουμε χτυπήσει ήδη τριωράκι μες στο νερό και καταλαβαίνεις τον εκνευρισμό που καθόλου δεν προσπαθούμε να κρύψουμε.
«Εντάξει, ρε φίλε μου. Μιλάμε. Μη χρεώνεσαι κι εσύ», θα πεις στο τέλος και θα κλείσεις πρώτος, μη φανείς και πολύ ξεφτίλας. Στο μεταξύ, εσύ θα έχεις πει τον πόνο σου, θα έχεις φτάσει πολύ κοντά στη λύση του Κυπριακού κι εμείς θα κλαίμε που τα εναπομείναντα λεπτά δε θα φτάνουν ούτε για ιδέα για το επόμενο delivery.
Γυφτιά, θα μου πεις κι εγώ θα συμφωνήσω. Γιατί, φίλε εσύ καλέ και κολλητούλη, δεν είναι δυνατόν να μου επικαλείσαι οικονομική στενότητα κι ύφεση και να μου κοτσάρεις με θράσος και περίτρανα κινητό ισάξιο με τρία μηνιάτικα δημοσίου υπαλλήλου.
Κι εντάξει, θα ’ταν τώρα και διπλή ντροπή να έπαιρνες όλο το κήρυγμα μοναχός σου, γιατί όπως και να το κάνουμε όλοι την έχουμε διαπράξει την αμαρτία. Ίσως να ’ταν μια, ίσως να ’ταν δύο. Στην τρίτη όμως και φαρμακερή παύει πια να παραγράφεται.
Επιμέλεια Κειμένου Αναστασίας Θεοφανίδου: Πωλίνα Πανέρη