Στη ζωή υπάρχουν δύο είδη απόστασης. Η πλασματική, την οποία συνήθως δημιουργούμε μόνοι μας κι η πραγματική, κατά την οποία η φυσική σου παρουσία απέχει χιλιόμετρα από το ένα και μοναδικό εκείνο σημείο στο οποίο εξ ορισμού ανήκεις.

Απ’ την αρχή κιόλας της ανθρωπότητας, οι προσπάθειες των ανθρώπων είχαν επικεντρωθεί στην εκμηδένιση κάθε φυσικού και μη εμποδίου ανάμεσα σε ταλαίπωρες κι εξορισμένες ψυχές.

Έρωτες που άργησαν να δώσουν ραντεβού κάτω απ’ το ρολόι κι άλλοι, τρελοί κι αλλοπαρμένοι που δεν αξιώθηκαν ποτέ τους να ξημερώσουν αντικριστά. Εισιτήρια διπλά, αναμονή κι αεροπλάνα και στο τέλος, αναδρομικά η μελαγχολία που σου μάζευε η διαδρομή.

Του κόσμου, λες, η έσχατη αδικία. Να είναι η ευτυχία σου ένα ζευγάρι μάτια και να μην τα βρίσκεις πουθενά να τα κοιτάξεις. Και ναι, είναι άδικο, βαρύ κι ασήκωτο μα όπως και να ‘χει ένα τίμημα σε τέτοιους έρωτες αναπόφευκτα θα το πληρώσεις. Θα είναι κοντά, θα σε καίει, θα είναι μακριά, θα σε ματώνει.

Αυτό το μακριά φοβάσαι. Θα σας κάψει, σκέφτεσαι, θα σας αφανίσει. Βλέπεις και τους άλλους, τους κολλητά, κοντά κι ερωτευμένους και λες πως «να, δε γίνεται το δικό μας το μακριά να φτάσει, να κρατήσει». Αυτά σου έμαθαν, αυτά λες.

Ύστερα περνάει ο καιρός και συναντιέστε πάλι. Αρχίζετε, μιλάτε. Διαρκώς κι ακατάπαυστα, σαν να χωρίσατε για χρόνια. Δε μιλάς, δε διακόπτεις. Ακούς κι αφομοιώνεις. Και τα χιλιοειπωμένα, ακόμη, σου φαίνονται καινούργια. Οι λέξεις πάντα ακούγονται αλλιώς, όταν τις συνοδεύει βλέμμα.

Αγχώνεσαι μην τυχόν και δε συγκρατήσεις κάτι. Όλα θες να τα θυμάσαι. Εκείνος απ’ την ταχύτητα των πολλών μπερδεύεται. Χαμογελάει νευρικά κι αμήχανα, μέχρι που το χαμόγελο φτάνει να γίνεται πια γέλιο.

Γελάς κι εσύ. Δυνατότερα και περισσότερο, να μη σου λείψει μετά στην απουσία. Έπειτα  θυμάσαι πως απλώς σταμάτησες και μονάχα κοιτούσες. Κι είναι ντροπή ή ίσως κι αφελές, μα δεν είχες παρατηρήσει ποτέ πόσο μοναδικά γελούσε.

Σ’ άλλη περίπτωση δε θ’ άντεχες δευτερόλεπτο την αποκρουστική ηχώ του. Είναι από ‘κείνα, τα νευρικά και με τόνο οξύ που στην τρίτη τους επανάληψη σου δημιουργούν ημικρανία, αλλά τώρα τ’ ακούς για μουσική και διόλου δε σε νοιάζει.

Αυτά τα μάτια. Τελικά, δεν ήταν τόσο σκούρα όσο νόμιζες, ίσως όμως να ήταν και το φως. Εκείνο το σημάδι πίσω απ’ το λαιμό το είχε από πάντα ή να το έκανες εσύ;

Σου εξηγεί πως είναι απ’ αυτά τα λίγα και τα σπάνια που φέρεις πάνω σου από πάντα σαν επισφράγηση και σήμα κατατεθέν σου. Όχι λες, τότε. Δεν το έκανες εσύ. Περισσότερο απ’ όλα όμως, σου έμειναν τα χέρια. Έτσι, γιατί τα ένιωσες δικά σου. Γιατί τα άγγιζες, μα δε σου έφτανε ποτέ ο χρόνος να τα νιώσεις.

Ήταν ο τρόπος που περπατούσε και που άναβε τσιγάρο. Οι μορφασμοί που έκανε και το πώς τόνιζε τις λέξεις. Οι στιγμές νεκρικής σιωπής που άξιζαν περισσότερα από τρεις γεμάτες ώρες αδιάκοπης κουβέντας.

Η μυρωδιά οικεία και γνωστή. Το ίδιο και το βλέμμα. Κι εκεί, στις σιωπές ανάμεσα, αναρωτιέσαι· για ποια απόσταση μιλούσαν; Και ποια χιλιόμετρα μπήκαν ανάμεσα σ’ ανθρώπους; Ψέματα σου ‘παν.

Κι αν την έχεις την απόσταση, τη σπας. Την καταρρίπτεις. Την ανατρέπεις και τη μηδενίζεις. Δε δικαιολογείται να χωρίζουν έτσι οι άνθρωποι. Αν σε πονάει, τη λυγίζεις συνοπτικά κι άμεσα, με πόθο και λαχτάρα στην επιστροφή σου.

Κι όταν αυτό δεν το φοβηθείς, όταν φτάσεις να γυρίσεις και κοιτάξεις τον άνθρωπό σου με επιθυμία και λαχτάρα τέτοια, σαν να μην τον έχεις δει ποτέ σου, τότε θα έρθεις και θα πεις πως τελικά, ναι. Είναι ωραίο πράγμα οι αποστάσεις.

 

Επιμέλεια κειμένου Αναστασίας Θεοφανίδου: Νάννου Αναστασία.

Συντάκτης: Αναστασία Θεοφανίδου