Οι άνθρωποι στη ζωή ενός ανθρώπου είναι σαν τα λεφτά. Τα πολλά δεν εγγυώνται ποτέ την ευτυχία. Σ’ έφαγε, βλέπεις, κι εσένα η πλουτοκρατία. Διότι είσαι νέος· γελάς, γυρνάς, ξοδεύεις και ξοδεύεσαι, μέχρι που σε πιάνουν και σε φέρνουνε τα χρόνια και φτάνεις να στοχάζεσαι πως τελικά, τούτη η μανία σου με το πολύ, πουθενά δε σε βοήθησε.
Έτσι μεταχειρίζεσαι και τους ανθρώπους σου. Αρχικά πολλοί για να γεμίζουνε το λίγο σου που αποφασιστικά αρνείσαι να κοιτάξεις κι ύστερα λιγότεροι, γιατί μεγαλώνεις και σ’ ενοχλεί η φασαρία τους. Επιπλέον, οι πολλοί με τους πολλούς μπερδεύονται κι ούτε που μπορείς να επιβλέψεις. Ποιοι έρχονται, ποιοι φεύγουν, ποιοι απουσιάζουν και ποιοι μένουν. Γι’ αυτό διαλέγεις λίγους.
Μα και μ’ αυτούς τους λίγους, τους λιτούς κι απέριττους, πάλι με το πολύ τους αναμετριέσαι. Ποιος έκατσε περισσότερο, ποιον αγάπησες περισσότερο κι όλα τα μετράς με βάση σου το ζύγι τους. Παρατημένοι και μετεξεταστέοι αυτοί που δε στάθηκαν ποσοτικά στο ύψος τους.
Όμως κι αυτοί οι άλλοι που τους κράτησες, ή μάλλον που σας κράτησαν εκείνα τα πολλά που έχετε ζήσει, τι απέγιναν; Να ‘ταν άραγε και καλά ή απλά πολλά και σακατεμένα από την ίδια τους την προχειρότητα; Και θα μου πεις, «γιατί όχι και τα δύο;». «Γιατί να μην μπορεί να υπάρξουνε μαζί και το πολύ και το καλό;». Γιατί κι αν γινόταν, θα σε έκαιγαν. Δεν ταιριάζουν με τις ποσότητες οι αξίες.
Λίγες και καλές. Κι οι άνθρωποι· λίγοι και καλοί κι αυτοί, κλεισμένοι σ’ έναν κύκλο. Στον μικρό, κρυφό και προσωπικό σου. Στην τελική, όποιος θέλει να μπει ας προσπαθήσει. Να σου αποδείξει πως τ’ αξίζει. Πως δεν είναι σαν τους άλλους. Πως δικαίως τη φύλαγες για χρόνια πάντα δίπλα σου εκείνη την κενή τη θέση.
Τους μάζεψες όλους εδώ χάμω, σημαντικούς κι ασήμαντους και σου πιάσανε το χώρο. Τι τους κρατάς; Αφού ναυάγια ήταν όλοι. Να μη σου αδειάσει η μνήμη, αυτό φοβάσαι; Μη στερέψει το μυαλό από εικόνες, που βολικά εκεί καιρό είχες αφήσει, να γυρεύεις; Μα και πάλι, αν είναι απ’ αυτές που αφήνουνε σημάδι, σε ξαναρωτάω, τι να τις κάνεις;
Ίσως να πάρει λίγο χρόνο κι αν δεν το ‘χεις δει ήδη, θα το δεις πως χίλιες φορές να σου περισσεύει άδεια η μνήμη από το να την έχεις στριμωγμένη και μισογεμάτη με των άλλων τα ‘περίπου’ και ‘σχεδόν’.
Να είσαι κριτής αυστηρός με τους ανθρώπους μα πάνω απ’ όλα τον έναν, τον δικό σου. Μάθαμε τώρα να τους περνάμε όλους για δικούς μας. Να κοιτάς τι σου αφήνουνε, όχι πόσο μένουνε. Οι καλοί φεύγουν πάντα γρηγορότερα. Σου χάρισε χαμόγελα; Σε ταξίδεψε; Αυτό να ρωτάς. Τα υπόλοιπα περισσεύουν.
Άσε τι σου λένε οι άλλοι. Σημασία δεν έχει με ποιον έχεις περάσει περισσότερα, αλλά με ποιον έχεις περάσει καλύτερα κι όταν επιτέλους φτάσεις να το δεχτείς αυτό, θα πιάσεις αμέσως μολύβι να διορθώσεις. Θα σβήσεις ευθύς αμέσως όσους έδενες κόμπο στα σχοινιά σου, μη τυχόν σου φύγουν και αδειάσεις.
Θα μέινεις μ’ έναν, δυο ή πέντε ανθρώπους και θα δεις εκεί της μισής ζωής σου την ουσία. Κι ίσως να μην είναι κανένας πια απ’ αυτούς εδώ, ίσως να είναι απ’ αυτούς τους καλούς που εγκαταλείπουν γρήγορα, όμως σίγουρα σ’ άφησαν να λες πως ναι, για μια στιγμή δίπλα τους ευτύχησες.
Γέλασες, ερωτεύτηκες, αγάπησες, ταξίδεψες και ταξιδεύτηκες. Πίστεψες, ονειρεύτηκες, προσπάθησες, απέτυχες μα κι όταν χρειάστηκε να ξανασηκωθείς, ποτέ δεν ήσουν μόνος. Κι έτσι ξέρεις πως τα κατάφερες καλά. Ή μάλλον τα καταφέρατε, αν θες να λες πως στάθηκες σωστός απέναντι στον κάθε άνθρωπό σου.
Πέρασες καλά και στα καλά μονάχα στάθηκες. Τα κακά τα προσπερνούσες, γιατί είχες τόσα άλλα να κοιτάξεις. Αυτό έχει σημασία. Που μοιράστηκες δυο πράγματα και σου μείνανε χαμόγελα στο συρτάρι σου να τρέχεις να τα πιάνεις. Κι ας μην ήτανε πολλά. Κι ας ήταν μόνο ένα. Ένα μόνιμο κι ολόδικό σου.
Επιμέλεια Κειμένου Αναστασίας Θεοφανίδου: Κατερίνα Κεχαγιά.