Ξέρεις ότι υποφέρεις από γερό hangover όταν ξυπνάς το επόμενο πρωί σε σχεδόν κωματώδη κατάσταση και με τους φίλους σου το ίδιο χάλια. Συνειδητοποιείς ότι αυτό μάλλον παρατράβηξε όταν αδυνατείς να ανακαλέσεις το προηγούμενο βράδυ και οι φίλοι σου σε βομβαρδίζουν με πληροφορίες που αγνοείς.

Κι επειδή οι καλοί φίλοι μόνο χαρά φέρνουν στη ζωή, θα στο αναπαραστήσουν. Λεπτομερώς και με πλήρη φυσικότητα, γιατί είναι κρίμα κι άδικο να ζεις στην παραπληροφόρηση.

Με τους καλούς φίλους δε θα βιώσεις ποτέ τη μετριότητα. Θα σε χλευάσουν μέχρι που θα ορκίζεσαι πως διακόπτεις επαφές. Βέβαια ύστερα θυμάσαι: φίλος καλός, αυτός που κράζει.

Έτσι, λίγο-λίγο και σε συνδυασμό με την απαράμιλλη και απανταχού παρούσα βοήθεια των καλών αυτών σου φίλων, ένα-ένα τα κομματάκια της συνείδησής σου ενώντονται, σχηματίζοντας ένα ωραιότατο παζλ από εικόνες, φρουφρού κι αρώματα που σε οδηγούν στην τελική συνειδητοποίηση της ζημιάς σου.

Εκείνο το μεθυσμένο φιλί στον άγνωστο που είχες βάλει στο μάτι από ώρα μες στο κλαμπ και σχεδόν ορκιζόσουν, πως ήταν αυτός ο ένας κι αληθινός έρωτας της ζωής σου κι ύστερα, εκείνο σ’ αυτήν την τύπισσα που ανακοίνωνες σε φίλους και γνωστούς πως θα γινόταν η μητέρα των παιδιών σου. Κάποια άλλη μέρα. Όταν δε θα σε έλουζε το αλκοόλ και θα την έβλεπες στο φως της μέρας.

Το βράδυ είναι επικίνδυνο, το πιοτό είναι γλυκό κι ο παθιάρης, ερωτιάρης εαυτός σου οργανωμένος για το έγκλημα. Κλεφτές ματιές, ελαφρύ και λεπτεπίλεπτο φλερτ, λίγο η αχνισμένη από καπνούς ατμόσφαιρα και δε φταις εσύ που πίνεις και παραφέρεσαι.

Και ναι, μπορεί να βράζεις και να κοκκινίζεις από ντροπή, μπορεί να πλημμυρίζεις από τύψεις κάθε φορά που αφήνεις αναπάντητα τα τηλεφωνήματα του κοσμάκη που έπεσε άμαχος μπρος στη γοητεία σου, όμως σε καμία των περιπτώσεων δε θα προβείς σε άρνηση, μετάνοιες κι όλα τα συναφή.

Αντίθετα, γίνεσαι κι εσύ μέρος αυτού του τρισχαριτωμένου κυνικού παιχνιδιού εις βάρος σου, το οποίο τελικά φτάνεις να παραδέχεσαι πως αξίζεις.

Διότι κι αν παθαίνεις, μυαλό δε βάζεις. Γι’ αυτό γελάς κι εσύ, πιθανότατα περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε, αν αναλογιστείς την τραγικότητα της κατάστασης, γιατί πάνω απ’ όλα έχουμε χιούμορ κι είμαστε παιδιά υπεράνω.

Έπειτα, πολύ θα το ‘θελες να ζητήσεις μία συγγνώμη σε όλους εκείνους που ακάθεκτοι σου τηλεφωνούν ακόμη κι ίσως ένα λογαριασμό σ’ αυτούς που μοιραία και ανελέητα σε ξέχασαν, όμως έλα μου που σου διαφεύγουν ακόμα και τα βασικά. Ύψος, μήκος, πλάτος, άντε και κάτι από το όνομα.

Με ευλάβεια ζητάς άφεση των αμαρτιών σου που ως άνθρωπος νέος παραστράτησες κι ορκίζεσαι πως από εδώ και στο εξής θα καταβάλεις κάθε δυνατή προσπάθεια να περπατήσεις σταθερά στον ίσιο δρόμο. Όχι τίποτα άλλο, αλλά πέφτει βαρύ να δέχεσαι μονάχος σου τα πυρά της παρέας.

Γι’ αυτούς λοιπόν τους παρολίγον και παρά κάτι έρωτες, καταλήγεις να καταδικάζεσαι σε ισόβια ποινή απεχθούς κι επονείδιστου τρολαρίσματος.

Για το κέφι σου, για την πλάκα σου, για τις καψούρες σου και για την πάρτη σου. Για τα μεθύσια που άλλους ήθελες και με άλλους τα πέρναγες και για τα χαλαρά που ξεκίναγες, ενώ ζητούσες τα σπουδαία.

Ύστερα, η ντροπή που σου έφερναν και οι πλάκες που σου έμειναν. Καλοκαίρια και χειμώνες, ξημερώματα και βράδια που τίποτα δεν περίμενες και κανέναν δε ζητούσες. Στιγμές που λαχτάρισες κι άλλες που θέλεις να ξεχάσεις.

Τέλος, φίλοι, φιλαράκια, κολλητοί και φίλες που θα κάνουν ότι περνάει από το χέρι τους για να σιγουρευτούν πως αυτές τις τελευταίες, δεν πρόκειται να τις ξεχάσεις ποτέ.

Επιμέλεια Κειμένου Αναστασίας Θεοφανίδου: Κατερίνα Κεχαγιά.

 

Συντάκτης: Αναστασία Θεοφανίδου