Αν ολόκληρη η ζωή μας ήταν θεώρημα, τότε θα ήταν το εξής: αν θεωρείς κάτι δεδομένο, τότε το μόνο σίγουρο είναι πως το έχεις ήδη χάσει. Έτσι, εσύ απαλλάσσεσαι απ’ το περιττό βάρος και το κάρμα φεύγει ευτυχισμένο. Κι επειδή στη ζωή πρέπει –θεωρητικά πάντα– να κρατάμε μόνο τα θετικά, από αυτή την κατραπακιά ας κρατήσουμε μόνο το μελιστάλαχτο ηθικό δίδαγμα πως να μωρέ, ίσως κατά βάθος να είσαι και λίγο μαλάκας.

Και πώς να μην είσαι, δηλαδή. Διότι τις περισσότερες φορές, η αφοπλιστικά βλακώδης αλαζονεία σου, συνοδεύεται υπέροχα με την επίσης αφοπλιστική άγνοιά σου πως τα δεδομένα, κάποια στιγμή σηκώνουνε κεφάλι και γίνονται απωθημένα. Και παρότι τα απωθημένα συνήθως γεννιούνται σε χέρια άλλων, εσένα δε σε αφορά καθόλου. Όχι πες μου. Σε κάνει τώρα αυτό μαλάκα ή δε σε κάνει;

Αν το ‘χεις προαποφασισμένο κάτι να το πετάξεις, τι θα σ’ εμποδίσει; Φεύγει κι ούτε καν που παρατηρείς την απουσία. Τώρα, την έχεις γεμίσει με κάτι νέο, καινούριο και πεφωτισμένο. Πού χρόνος να σκεφτείς τα αποκαΐδια;

Είχαν δίκιο. Θέμα προοπτικής είναι όλα. Εσύ βλέπεις στάχτες, άλλος βλέπει ολόκληρες φωτιές. Καταλαβαίνεις τη διαφορά; Μάχες θα ‘πρεπε να δίνεις για να τις αναζωπυρώσεις, αλλά βέβαια είναι πάντα ευκολότερο να βρεις να ανάψεις τις φλόγες σου αλλού.

Γιατί, δηλαδή, τι έγινε; Βαρέθηκες; Δεν ικανοποιεί πια το εγώ σου; Σε κούρασε; Και πες πως τα έπαθες μονομιάς και τα τρία, τι έκανες; Γιατί δε μίλησες; Για συνήθειο τους έχεις ρε τους ανθρώπους; Να έφευγες. Να κρεμιόσουν από μια φτηνή δικαιολογία και να έφευγες.  Να έλεγες, ας πούμε, πως είσαι εσύ ανεπαρκής. Δε θα έπεφτες και πολύ έξω. Να δεχόσουν πως είσαι εσύ ο κάφρος κι ο κακομαθημένος.

Να έπαιρνες σβάρνα όλα τα κλισέ και να δεχόσουν και το τίμημά τους. Να έλεγες αυτό το αισχρό και χιλιοειπωμένο «Σου αξίζει κάτι καλύτερο» και να το εννοούσες. Ύστερα να ένιωθες γελοίος, που δεν το έγινες ποτέ εσύ.

Να το πίστευες. Να το πίστευες πως το κάτι καλύτερο υπήρχε κι ίσως αυτό να σ’ έσωζε. Ας μην ήτανε σπουδαίο. Κάποιον να μην είχε τη σιγουριά σου, αυτό να ευχόσουν. Και τώρα, περί λόγου της, εσύ τη δικιά σου από πού την ψώνισες;

Έτσι τα ‘χατε κανονίσει; Να μένει πάντα ο ένας πίσω να περιμένει; Σε κούρασαν τα ερωτηματικά, το ξέρω. Γενικά κουράζουν. Είναι επιθετικά και συνήθως σ’ αφήνουν στο ίδιο σημείο στο οποίο σε βρήκαν. Στο απόλυτο τίποτα. Κι αυτή σου η σιγουριά, κάπου εκεί σ’ αφήνει.

Βλέπεις, μερικές φορές, το να μείνεις κάτω από αυτές τις συνθήκες, γεννάει περισσότερες ανασφάλειες απ’ οποιοδήποτε άλλο είδος φυγής. Για παράδειγμα, γιατί έμεινες ενώ αυτό που βασικά ήθελες ήτανε να φύγεις; Από λύπηση το κάνεις ή από σιγουριά; Θα μου πεις, κρίμα είναι και τα δύο.

Το ίδιο όμως, κάνεις σ’ όλα. Εκεί είναι το κρίμα. Σπίτια, δουλειά, ζωή, φίλοι και γνωστοί κι ύστερα αυτή η βαρετή, καθημερινή σου ρουτίνα. Κι αυτή ακόμα, δεδομένη. Αλλά οι άνθρωποι; Αυτούς πώς τους έδεσες; Τίποτα απ’ αυτά δε σου ανήκει κι ειδικά οι τελευταίοι. Βέβαια, δε σου ρίχνω κι άδικο. Φταις εσύ που θες τη σιγουριά, φταίμε κι εμείς που γινόμαστε το σίγουρο για να ‘χεις να βρεις εσύ κάτι να ταιριάξεις.

Τα δεδομένα φεύγουν πρώτα, να το ξέρεις. Έτσι, δηλαδή, για να μη νομίζεις πως είναι μόνο δικό σου το δικαίωμα να φεύγεις πρώτος. Κι απ’ τη δική σου την καβάτζα, κάποιος χτίζει ζωή τριγύρω. Το ‘χεις νιώσει; Αυτό, το να θέλεις απελπισμένα κάτι που κάποιος άλλος έχει; Κι αν το φρόντιζε, χάρισμά του να το κρατήσει. Αλλά σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις, σε πνίγει τ’ άδικο. Δεν το αξίζει. Δεν το θέλει όπως εσύ.

Μετά, ρίχνεις διπλό φταίξιμο. Ένα σ’ αυτόν που αδικεί κι ένα σ’ αυτόν που το δέχεται. Ας μείνουν έτσι, λοιπόν κι ας φορτωθείς εσύ το απωθημένο. Δεν υπάρχουν σίγουρα και ποτέ δε θα υπάρξουν. Κι ίσως να ‘ναι καλύτερα έτσι γιατί να, κάτι τέτοια μπερδέματα γίνονται και δε θέλει πολύ να γίνει ο σκοτωμός.

Γι’ αυτό αν βρεθείς ποτέ στα σίγουρα, κουνήσου. Φέρ’ τα κι εκείνα να τρέμουν, μήπως και το δεις στο τέλος πως μπορεί και να τα χάσεις. Τώρα, αν δεν το αντέχει ο εγωισμός σου, φύγε. Έτσι κι αλλιώς, τη ζημιά σου την έκανες.

 

Επιμέλεια Κειμένου Αναστασίας Θεοφανίδου: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Αναστασία Θεοφανίδου