Θα φύγεις. Ναι, θα φύγεις. Καιρό τώρα το λες και σταματάς στην πόρτα. Παντού το ίδιο είναι. Άστο, δε θα φύγεις. Κάθεσαι πάλι στον καναπέ με τα πόδια διπλωμένα. Κάποτε τον αγαπούσες. Τώρα τον γεμίζεις μόνος σου. Δε σου φταίνε τα μέρη. Ούτε που εσύ δεν μπορείς να τ’ αποδράσεις, σου φταίει που όλοι φεύγουνε δυάδες κι εσύ κουβαλάς το ένα σου. Θες να φύγεις μα όχι μόνος.
Θες να έρθει. Εκείνος, ο δικός σου. Να σου χτυπήσει την πόρτα. Να τος ήρθε. Πάντα σε πιάνει κάτι όταν ακούς την πόρτα. Ανοίγεις. Μπροστά σου έχεις εισιτήριο. Είναι χρυσό και το τυλίγει πόθος. Έτσι τις φυλάς εσύ τις επιθυμίες.
Ήθελες πάντοτε να φύγεις. Τον κοιτάς και ξανασκέφτεσαι. Τώρα είσαι σίγουρος πως δεν το θες με τίποτα να φύγεις μόνος. Βαρέθηκες να φεύγεις μόνος. Τώρα είστε δύο, ορίστε. Πού να πας; Τη μονάδα σου την είχες μάθει πια, όσο να πεις, να τη βολεύεις. Σκέφτεσαι προς τα πού να πρωτοφύγεις.
Αρχικά, έλεγες κάπου μακριά. Να μην τους ξέρεις, να μη σε ξέρουν. Να μη σε κουράζουν τα πολλά τα βλέμματα. Τα τελευταία φταίνε που θες να φύγεις. Ίσως καλύτερα να μείνετε εδώ. Μαζί. Όσο να ‘ναι το χρώμα σου θ’ αλλάξει. Δε θα ‘σαι πλέον τόσο γκρίζος κι η ρουτίνα θα σου φαίνεται αλλιώς.
Ίσως να μην το ‘θελες ποτέ να φύγεις και να ‘ταν όλα σου στυγνή απελπισία. Με το φευγιό δε φεύγει η λύσσα. Να μείνεις πρέπει. Κι αν αύριο πρωί νιώσεις ξανά την αγωνία, φύγε. Μα τώρα δε σκέφτεσαι το αύριο ούτε το πρωί. Σκέφτεσαι το τώρα και σ’ αυτό το τώρα είσαστε μαζί. Εσείς, που πάντα θέλατε να είσαστε μαζί. Αν κουνηθείς, κάτι θα σβήσει.
Πού να τραβιέστε τώρα κι έξω βρέχει. Δε σου γουστάρει να ξεπορτίσεις απ’ το σπίτι κι ο καιρός είναι κάπως μελαγχολικός. Δεν παραπονιέσαι. Ήθελες πάντα να περάσεις μια βροχή με μια παρέα. Να μείνετε σπίτι, να τα πείτε. Να κάτσετε ένα κουβάρι αγκαλιά στο πάτωμα, ν’ ακούτε τις σιωπές σας. Να νιώσετε αμηχανία και να μη σας νοιάξει. Να πέσει ένα ποτήρι χάμω στο πάτωμα καθώς χορεύετε. Πάντα σας άρεσε να χορεύετε. Ν’ ακούτε κάκιστη μουσική και να γελάτε. Ύστερα να το γυρίζετε πάλι στα δικά σας λατρεμένα και να ψάχνετε το στίχο. Μετά να κοντοστέκεσαι, να κοιτάς το σπίτι σου και να ξαναγράφεις διευθύνσεις.
Δε μένεις πια εδώ. Το εδώ μόλις το γκρέμισες κι έχτισες ένα νέο. Σ’ αυτό το νέο τα χρώματα αλλάξαν κι έχει πια σημάδια από κρασί πάνω στο πάτωμα. Υπενθύμιση να μην ξεχάσεις πως τα ωραία στη ζωή τα φτιάχνουν άνθρωποι. Θα το βαρεθείς κι αυτό γιατί πάντοτε βαριέσαι. Τώρα όμως, είσαι εντάξει και αυτό το εντάξει σού είναι αρκετό. Γιατί, τι σημασία έχει το πού αν έχεις λύσει το με ποιον; Να σταθείτε αγκαζέ μέσα σ’ ένα τσούρμο κόσμο. Κανέναν δε θα δεις. Κι όμως, εκείνοι, θα θέλεις να σε δούνε. Που δε σε κουράζουν πια και τους αντέχεις.
Κοιτάχτε, θα τους λες, και με τη σειρά σου θα γυρνάς αριστερά να κοιτάς τον άνθρωπό σου. Κράτα με, θα του λες και θα τραβάτε όπου σας βγάλει. Τι σημασία έχει πού θα σας βγάλει; Ν’ ακουμπάν τα χέρια σας, να κάνουνε παρέα. Όπου θέλει ας σας βγάλει. Πώς μεγαλώνει ξαφνικά έτσι ο κόσμος.
Τι λες; Φεύγουμε;
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη