Λένε, πως κάθε ιστορία αγάπης έχει κι ένα προδιαγραμμένο τέλος. Ανάλογα μ’ αυτήν που θα σου τύχει, άλλη κρατάει κι άλλη τερματίζεται σχετικά νωρίς κι άδοξα. Ως υποσημείωση σ’ αυτήν την τελευταία, προστίθεται κι αυτή που διαιωνίζεται χωρίς αιτία. Σχεδόν τετελεσμένη.
Η βαρβαρότητα ξεκινά εκεί που ξεκινά κι η αναμονή. Στην αναμονή κάποια στιγμή έρχεται το φρένο. Το φρένο σηματοδοτεί την παύση κι η παύση στον έρωτα δεν μπορεί να είναι ποτέ καλή.
Το χειρότερο φρένο είναι να μη σου επιτρέπουν να δώσεις την αγάπη που διαθέτεις γι’ αυτούς. Γιατί φεύγουν –για ό,τι κι αν τέλος πάντων φεύγουν-–κι εσύ μένεις να κρατάς ό,τι ήταν να τους δώσεις. Καλύτερα πέτα τα. Τσάμπα σου γεμίζουν ράφια και πιάνουν σκόνη.
Πιθανόν καλύτερο είναι να θυμώσεις. Να εξοργιστείς που προτίμησαν κάτι λιγότερο κι όχι το «πολύ» το δικό σου. Πιθανόν καλύτερο είναι να μην κάνεις τίποτα. Υποθετικά, να γυρίσεις να πεις, «Εντάξει, χάρηκα» κι ύστερα να φύγεις. Γίνεται;
Οι ελπίδες είναι που σε καίνε. Σε φέρνουν κοντά, σου προσφέρουν μέλι. Πατάς άτσαλα και να που κόλλησες. Φταις; Δε φταις. Αν φταις είναι που δεν αναγνώρισες πως το μέλι τους το ‘στήσαν για παγίδα. Τι να υποθέσεις; Ηθική, φαίνεται, ικανοποίηση.
Ικανοποιούνται. Μπορούν να σε κερδίσουν. Τώρα που το κατάλαβαν, πλέον δε σε θέλουν. Μην το θεωρήσεις προσωπικό, δεν είναι. Ούτε και ποσοτικό. Κάπου-κάπου, δεν κοιτούν τις ποσότητες οι άνθρωποι. Κάπου-κάπου, δεν κοιτούν καθόλου.
«Δεν είναι η ώρα», «Ίσως κάποια άλλη στιγμή», «Ίσως να μην είμαι εγώ για σένα, ίσως να μην είσαι εσύ για μένα» και κάπως έτσι, κλείνεις το βιβλίο. Φυσικά, η προσφορά σου αναγνωρίζεται. Κανείς ποτέ δε θα πει πως δεν ήσουν αρκετός, εσύ ή η αγάπη σου. Απλά, αυτή δεν κάνει για τους πάντες.
Και τι έγινε; Κι αν προτιμήσουν άλλον και τι έγινε; Ο πληγωμένος σου εαυτός θα ψάξει να βρει στέγαστρο στη σκέψη πως εντάξει, δική τους απώλεια είναι και ποτέ δε θα σκεφτεί πως ίσως και να μην είναι. Μπορεί πράγματι να είναι ευτυχισμένοι δίπλα σε κάποιον άλλον, διαφορετικό από σένα.
Διαφορετικό, δώσε βάση. Ούτε καλύτερο ούτε χειρότερο. Πέρα απ’ αυτό, μπορείς να διαμαρτυρηθείς για οτιδήποτε άλλο. Για τις ελπίδες, για το ξόδεμα, για το χρόνο που κάθισες ενώ θα μπορούσες, ας πούμε, να ταξίδευες. Αλλά κι αυτό επιλογή σου ήταν.
Κι είναι κακό. Και πονάει. Και θυμώνεις. Κι αδιαφορείς. Κι αμφιβάλλεις. Μετά περνάει ο καιρός και λες: «Για τόσο ήταν». Παίρνεις τη δωρεά σου πίσω και συνεχίζεις. Αύριο θα βγεις, οι μέρες θα περάσουν, θα βρεις έναν άνθρωπο, θα κουμπώσεις και να, τώρα καταλαβαίνεις γιατί δε δούλεψε.
Τυπικό χαρούμενο κλισέ. Στην πραγματικότητα δεν είναι. Στην πραγματικότητα, η ζωή προχωράει με ή χωρίς την άδειά σου και με τη συγκατάθεση και βοήθειά σου μπορεί κι αλλάζει. Όσο θες. Μόνο όσο θες.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη