Ο Μάνος Χατζιδάκις υπήρξε σπουδαίος καλλιτέχνης και άξιος εκπρόσωπος του ελληνικού πολιτισμού. Ήταν πολυτάλαντος άνθρωπος, καθώς ήταν ποιητής, συνθέτης, τραγουδοποιός, μαέστρος αλλά και πιανίστας. Έζησε αρκετά χρόνια στην Αμερική, όπου και βρήκε την έμπνευσή του για να «γεννήσει» τον Κεμάλ, ένα απ’ τα πιο διαχρονικά του τραγούδια, εκ των οποίων πολλoί χαρακτηρίζουν κι ως κλασικό.
Προς αποφυγή παρανοήσεων δε γίνεται αναφορά στον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ. Πρόκειται για το νεαρό πρίγκιπα της Ανατολής και προστάτη των αδύναμων ανθρώπων, όπως τον περιέγραψε χαρακτηριστικά ο Μάνος Χατζιδάκις, σε συνεργασία με τον Νίκο Γκάτσο, στο αείμνηστο τραγούδι που δημιούργησαν, ονομαζόμενο «Κεμάλ».
Σύμφωνα με δήλωση του ίδιου του καλλιτέχνη, βρισκόμενος κάπου στη Νέα Υόρκη, τον χειμώνα του 1968, του σύστησαν έναν νεαρό, 20 ετών, που ονομαζόταν Κεμάλ. Στα μάτια του, το όνομα τού φάνηκε βαρύ και φορτισμένο με μνήμες. Ο Χατζιδάκις φαντάστηκε πως ο Κεμάλ έφυγε απ’ τη χώρα του για μια διαφορετική ζωή στην Αμερική κι όχι λόγω των πολιτικών του αντιθέσεων, που παρουσίασε ο ίδιος ως αφορμή. Αφού ο Κεμάλ επιβεβαίωσε μ’ ένα χαμόγελο τις υποθέσεις του, ο καλλιτέχνης μας του πρότεινε να τον ξεναγήσει κι εκείνος αρνήθηκε ευγενικά, καθώς προτιμούσε να περιπλανηθεί μόνος του. Έτσι, γυρίζοντας στο σπίτι του, ο Μάνος Χατζιδάκις έκανε τραγούδι αυτόν τον νεαρό.
Η πρώτη κυκλοφορία του τραγουδιού τοποθετείται χρονολογικά στο 1970 και ήταν σε αγγλικούς στίχους, στο μουσικό άλμπουμ «Reflections», το οποίο συνέθεσε ο Μάνος Χατζιδάκις, για το συγκρότημα “New York Rock & Roll Ensemble”. Έπειτα, όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, ανέθεσε τη στιχουργία του τραγουδιού στον Νίκο Γκάτσο, κορυφαίο Έλληνα ποιητή. Η ελληνική έκδοση του άσματος δε θυμίζει σε τίποτα την αγγλική∙ το μόνο απόσπασμα που μεταφέρθηκε αυτούσιο απ’ την αγγλική έκδοση στην ελληνική ήταν «Καληνύχτα, Κεμάλ». Όπως αποτύπωσε λεκτικά ο ίδιος ο Χατζιδάκις, είτε ως Άραβα πρίγκιπα, είτε ως νεαρό μωαμεθανό της Νέας Υόρκης, ένιωθε πως όφειλε να πει μια καληνύχτα στον Κεμάλ, ώστε να κοιμηθεί κι εκείνος ήσυχος, χωρίς τύψεις, άχρηστους πόθους κι επιθυμίες.
Το 1982, το τραγούδι αυτό ακούστηκε για πρώτη φορά στη χώρα μας σε συναυλία του Βασίλη Λέκκα και της Μαρίας Φαραντούρη, στο Μέγαρο της Δούκισσας Πλακεντίας, εκτελεσμένο απ’ τον Λέκκα. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε και σε διπλό δίσκο, αλλά απέκτησε μεγάλη δημοτικότητα το 1993, όταν ο Χατζιδάκις επανακυκλοφόρησε όλον τον δίσκο, με το όνομα «Αντικατοπτρισμοί». Έως σήμερα, έχει υποστεί διάφορες διασκευές από σημερινούς εξαιρετικούς καλλιτέχνες, όπως, για παράδειγμα, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης κι ο Μάριος Φραγκούλης.
Το «Άσμα ασμάτων», όπως χαρακτηρίστηκε, έχει αποκτήσει έναν τόσο διαχρονικό κι επίκαιρο χαρακτήρα, χάρη στην ερμηνεία του. Υπάρχουν τόσα αλληγορικά σύμβολα μέσα στο τραγούδι και τόσες προβλέψεις για το μέλλον, ακόμα και σήμερα. Θα λέγαμε ότι αναφέρεται σ’ αυτούς τους τολμηρούς ανθρώπους που προσπάθησαν να σηκώσουν κεφάλι, σε τέτοιες δύσκολες στιγμές, με σκοπό να αλλάξουν τη ζωή τους, αλλά ακόμα και τον κόσμο! Στους ανθρώπους που αρνήθηκαν τη μοίρα τους, η οποία έδειχνε το κεφάλι τους στην αγχόνη, για τα θελήματα και τη βαρβαρότητα των ισχυρών.
Ωστόσο, φαίνεται η ματαιότητα του να προσπαθήσεις να ανατρέψεις τη μοίρα, η οποία πάντα θα σε προλαβαίνει στη γωνία. Γι’ αυτόν το λόγο, το τέλος του τραγουδιού είναι κι απαισιόδοξο. «Καληνύχτα, Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δε θ’ αλλάξει ποτέ.».
Παρ’ ό, τι, λοιπόν ξεφτέρια, όλοι οι αποστάτες κι επαναστάτες είναι νικημένοι, λόγω της μοίρας που διαμόρφωσαν γι’ αυτούς οι ηγέτες των κρατών τους. Είναι, όμως, τόσο ηχηρές και μεγαλόπρεπες οι πράξεις τους που τιμώνται όλοι τους μ’ αυτό το εγκωμιαστικό τραγούδι∙ γραμμένο γι’ αυτούς, αφιερωμένο σ’ αυτούς.
Θα λέγαμε πως όντως αυτός ο κόσμος δεν αλλάζει και θα καληνυχτούσαμε μια ακόμα φορά τον Κεμάλ, αλλά και τη Σιλά, τον Γιώργο, τη Μαρίνα, τη Μάγδα κι όλους όσους δίνουν την προσωπική τους μάχη, για ν’ αλλάξει αυτή η κοινωνία. Αντ’ αυτού, ας πούμε μια καλημέρα στον καθένα από εμάς κι ας προσπαθήσουμε να αλλάξουμε έστω και λίγο μέσα μας. Ίσως, τελικά, έτσι να μπορέσει να αλλάξει αυτός ο κόσμος.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου