Υπήρξαν στιγμές στη ζωή όλων μας, όπου νιώσαμε σε κάποια επίπεδα άγχος ή φόβο για την αντιμετώπιση ενός ανθρώπου ή μιας ομάδας ανθρώπων. Ενεργή συμμετοχή σε σχολικές εκδηλώσεις, παρουσιάσεις, προσέγγιση ανθρώπων που μας ενδιαφέρουν, συνεντεύξεις εργασίας και πολλά άλλα, σ’ ένα ευρύ φάσμα ηλικιών και θεμάτων, δημιουργούν έναν παροδικό κόμπο στο λαιμό. Ενίοτε τρέφουμε και θαυμασμό ή άκακη ζήλια για τους ανθρώπους που δείχνουν ή είναι στην πραγματικότητα χαλαροί και με αυτοπεποίθηση σε κάθε τους εγχείρημα.

Όταν τέτοια άτομα μας φαίνονται όντα από άλλον πλανήτη και δεν μπορούμε καν να φανταστούμε τον εαυτό μας στην ίδια θέση, φαίνεται πως δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα. Όταν μας χαρακτηρίζει απλώς μια ντροπαλότητα, βιώνοντας τις στρεσογόνες καταστάσεις, σύντομα βρισκόμαστε σε θέση να τις απομυθοποιήσουμε, καθώς γίνεται ευκολότερο να προβλέψουμε τις πιθανές εκβάσεις και να νιώθουμε ασφαλείς με τις κινήσεις μας. Όταν πάσχουμε από κοινωνικές φοβίες, δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση να ελέγξουμε τα συναισθήματα και τη συμπεριφορά μας και το μόνο που επιθυμούμε είναι η ασφάλεια στη μοναξιά του σπιτιού μας. Οι ντροπαλοί ενδέχεται να νιώθουν άβολα σε κάποιες καταστάσεις πολυκοσμίας, αλλά δε βιώνουν το στρες αυτού που υποφέρει από κοινωνικές φοβίες, ο οποίος έχει παράλληλα και σωματικά συμπτώματα. Τα πιο συχνά είναι η δύσπνοια, η ζαλάδα, το τρέμουλο κι οι αναγούλες.

Η κοινωνική φοβία χωρίζεται σε δύο κατηγορίες: η πρώτη ονομάζεται «ειδική» κοινωνική φοβία, ενώ η δεύτερη «γενικευμένη» κοινωνική φοβία. Κι οι δύο εμφανίζονται σε άντρες και γυναίκες εξίσου, ενώ υπολογίζεται ότι το 13-15% του πληθυσμού πάσχει απ’ αυτό το φαινόμενο κι υπάρχει 5% πιθανότητα να πληγεί ο καθένας.

Στην ειδική, ο πάσχων φοβάται κι αποφεύγει να κάνει ορισμένες δραστηριότητες ενώπιον άλλων ανθρώπων. Οι πιο συνήθεις είναι η κατανάλωση φαγητού, το γράψιμο, η ομιλία σε κοινό ή άτομα κύρους. Κυριαρχεί η σκέψη πως δε θα κάνει κάτι «σωστά» κι ενδέχεται να εξευτελιστεί, οπότε επιλέγει να μην μπει καθόλου στη διαδικασία. Το να αναγκαστεί να κάνει μια τέτοια πράξη μπροστά σε κόσμο, θα του δημιουργήσει έντονο άγχος και δυσφορία. Αυτή η μορφή χαρακτηρίζεται ως η ηπιότερη της κοινωνικής φοβίας, ωστόσο, αυτό δε συνεπάγεται πως είναι καλή ιδέα να αδιαφορήσουμε, αν εντοπίσουμε κάποιο σημάδι της.

Στην περίπτωση της γενικευμένης φοβίας, το άτομο φοβάται την κριτική των τρίτων σε πολλές καθημερινές καταστάσεις. Μπορεί να πρόκειται για πολύ απλές ενέργειες, όπως είναι το να περπατήσει χωρίς να σκοντάψει, αλλά ακριβώς επειδή το σκέφτεται έντονα, υπάρχουν πολλές πιθανότητες να συμβεί το ανεπιθύμητο. Σε περίπτωση που συμβεί όντως, το άτομο έρχεται σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, θεωρώντας πως όλοι παρατήρησαν το «λάθος» του και το χλευάζουν ή το κατακρίνουν γι’ αυτό. Έπειτα από ώρες ή και μέρες, επαναλαμβάνεται στο μυαλό του το ατυχές συμβάν και αναβιώνει τα αρνητικά συναισθήματα εκείνης της στιγμής. Έτσι, εξιδανικεύει την απομόνωσή του, καθώς αποτελεί το καταφύγιο που του προσφέρει προσωρινή και μόνο ανακούφιση. Αυτή είναι η σοβαρότερη μορφή κοινωνικής φοβίας, ο εντοπισμός της οποίας χρήζει άμεσης δραστηριοποίησης για τη βελτίωση της ψυχολογικής κατάστασης.

Η ηλικιακή φάση κατά την οποία μπορεί κάποιος να προσβληθεί απ’ αυτό το ψυχολογικό φαινόμενο είναι η προσχολική ηλικία έως και την ενήλικη. Σε παιδιά ηλικίας κάτω των 6 ετών, τα συμπεριφορικά σημάδια εντοπίζονται στην τάση τους να παίζουν και να απασχολούνται γενικότερα εκτός παρεών κι ομάδων, ενώ όταν βρίσκονται με συνομηλίκους και μη, έχουν συνήθως κοιλόπονο, εφίδρωση κι άλλα σωματικά συμπτώματα. Πολλές φορές, ένα παιδί ηλικίας έως 12 ετών δεν αντιμετωπίζεται σοβαρά όταν παραπονιέται για κάποια δυσάρεστη αίσθηση, ενόσω βρίσκεται σ’ έναν χώρο που δε θέλει αλλά πρέπει να βρίσκεται. Το να λαμβάνουν πάντοτε οι υπεύθυνοι ενήλικες ως προφάσεις τα παράπονα είναι βλαβερό για την ψυχολογία του παιδιού και μπορεί να λειτουργήσει αρνητικά για την εξέλιξη της κοινωνικής πάθησής του. Ο σωστότερος τρόπος προσέγγισης τέτοιων περιστατικών είναι οι καλοπροαίρετες ερωτήσεις του ενήλικα προς το παιδί για το πώς ακριβώς αισθάνεται, για ποιους λόγους και με ποιον τρόπο θα ένιωθε καλύτερα.

Η ανάπτυξη κοινωνικής φοβίας μπορεί να οφείλεται σε διάφορους παράγοντες. Κάποια ντροπιαστική εμπειρία σε οποιαδήποτε στιγμή της ζωής μας ενδέχεται να μας δημιουργήσει φοβία έκθεσης σε δραστηριότητες σε συγκεκριμένο τόπο ή θέμα. Η αντίδραση των ανθρώπων που υπήρξαν κοινωνοί αυτής μας της εμπειρίας έχει συχνότατα καταλυτικό ρόλο. Από την άλλη, μπορεί να αποκτήσαμε κάποια κοινωνική φοβία, έχοντας ως πρότυπο κάποιον που πάσχει επίσης. Αυτό προκύπτει αυτόματα από τη μίμηση των κινήσεων σε συγκεκριμένες περιστάσεις.

 

 

 

Δεν είναι πολύ εύκολο να αναγνωρίσει κάποιος πως υποφέρει από κοινωνική φοβία, καθώς αυτό γίνεται συνήθως από τα 20 έτη ηλικίας κι έπειτα. Πριν την συνειδητοποίηση, ταλαιπωρείται αρκετά σε καθημερινή βάση, καθώς αισθάνεται ότι δεν μπορεί να συμπεριφερθεί όπως οι άνθρωποι του περιβάλλοντός του κι αναρωτιέται συνεχώς τι πάει στραβά μέσα του. Η επιλογή της μοναξιάς τού προσφέρει μια ανάσα απ’ το ψυχολογικό βάρος, αλλά εντείνει την κατάστασή του. Οι κοινωνικές και διαπροσωπικές του σχέσεις είναι σε χαμηλό επίπεδο, ενώ το αντιλαμβάνεται ή όχι. Αν έχει κάποια ισχυρή οικογενειακή, φιλική ή ερωτική σχέση είναι η μόνη στην οποία βασίζεται και δεν αφήνεται στη δημιουργία κάποιας νέας.

Φυσικά, όλη αυτή η κατάσταση είναι απόλυτα αντιμετωπίσιμη. Η απαλλαγή από τις φοβίες αυτές μπορεί να επιτευχθεί και με προσωπική δουλειά, αλλά και με βοήθεια. Εξαρτάται πάντα από τον βαθμό, στον οποίο έχει προσβληθεί κάποιος. Μπορεί κάποιος να προσπαθήσει μόνος του να ξεπεράσει αυτά που τον βασανίζουν, κάνοντας κάποιες ασκήσεις θάρρους, εκθέτοντας σταδιακά τον εαυτό του σε στρεσογόνες για τον ίδιο καταστάσεις. Κατά τη διάρκεια αυτών των ασκήσεων, θα πρέπει να βρίσκεται σε θέση να καταλάβει το πώς αισθάνεται κατά την επαφή αυτή, ποιος είναι ο λόγος που φοβάται ή αγχώνεται και ποια είναι τα χειρότερα ενδεχόμενα αν πραγματοποιηθεί ο φόβος του. Έτσι, θα αρχίσει να οικειοποιείται την κατάσταση και θα ξεπεράσει το θέμα του. Είναι πολύ σημαντικό να επαναλαμβάνει τη διαδικασία αυτή, έως ότου γίνει τρόπος δράσης.

Όσο για τους ανθρώπους που βρίσκονται σε πιο προχωρημένο στάδιο, είναι απαραίτητη η συμβουλευτική ενός ψυχολόγου-ψυχοθεραπευτή ή ψυχιάτρου. Τα άτομα που απέκτησαν και κατάθλιψη, λόγω του συγκεκριμένου ζητήματος, ενδέχεται να υποβληθούν και σε φαρμακευτική αγωγή, αυστηρά προερχόμενη απ’ τον θεραπευτή τους. Η χρήση θα πρέπει να γίνεται μόνο στο αρχικό στάδιο της ψυχοθεραπείας και καθώς βελτιώνεται το άτομο να μειώνεται έως και να διακοπεί. Το ζητούμενο είναι να απαλλαχτεί από τις παθήσεις του, μέσω της εξυγίανσης της ψυχολογικής του κατάστασης κι όχι μέσω των προσωρινών φαρμακευτικών βοηθημάτων.

Λέγεται πολύ συχνά πως οι ανθρώπινες σχέσεις −οικογενειακές, φιλικές, ερωτικές ή επαγγελματικές− είναι δύσκολες. Περισσότερο δύσκολη φαίνεται να είναι η σχέση με τον εαυτό μας κι εύλογα αυτή δυσχεραίνει τις υπόλοιπες. Αυτή θα διατηρήσουμε αναμφισβήτητα για όλη μας τη ζωή και σ’ αυτή χρειάζεται να επενδύουμε, στον δέοντα βαθμό. Ακόμη κι αν δεν έχουμε κάποιο βαθύτερο πρόβλημα, αλλά νιώθουμε κάποτε λίγο άβολα με τον εαυτό μας, αξίζει να τον πάμε για έναν καφέ και να το λύσουμε. Εμείς, αυτός και κανένας άλλος∙ χωρίς κινητά, άλλους περισπασμούς ή τη σκέψη πως είμαστε το επίκεντρο. Οι στιγμές μοναξιάς δεν πρέπει να είναι μαρτύριο ή καταφύγιο, αλλά απόλαυση.

Συντάκτης: Ελένη Βαλαβάνη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου