Ανατρέχοντας στα σχολικά μας χρόνια, καθένας μπορεί να θυμηθεί έστω μία φορά που ήρθε σε δύσκολη θέση ενώπιον των συμμαθητών και των δασκάλων του, λέγοντας φωναχτά κάτι λάθος, κάνοντας σαρδάμ ή οτιδήποτε παρόμοιο. Τα επερχόμενα γελάκια των συμμαθητών κι ενίοτε και του δασκάλου, μας έκαναν να αισθανόμαστε τόσο ντροπιασμένοι και στο εξής ασκούσαμε τεράστια πίεση στον εαυτό μας για να μην ξανακάνουμε λάθος. Είναι μια δύσκολη συνθήκη για οποιοδήποτε μαθητή, αλλά ακόμη πιο δύσκολη για τους μαθητές, οι οποίοι είναι επιρρεπείς στα λάθη και για αδιευκρίνιστο λόγο βρίσκονται ένα βήμα πίσω σε σχέση με τους συμμαθητές τους.
Είτε το παιδί ανταπεξέρχεται το ίδιο με τους υπόλοιπους στον καθημερινό φόρτο είτε όχι, η αντίδραση όλων μας απέναντι στα λάθη του έχει δαιμονοποιήσει σε πολύ μεγάλο βαθμό την έννοια του σφάλματος. Το πρόβλημα μ’ αυτό είναι πως τα λάθη δεν μπορούν να είναι παραγωγικά, καθώς η πιθανότητα ύπαρξής τους οδηγεί συχνότερα κάποιον στο να μη θέλει καν να ασχοληθεί ή να προσπαθήσει να βελτιώσει τις επιδόσεις του. Στην προσπάθειά μας να αποκτήσουμε ενσυναίσθηση και να υπάρξει μια καλύτερη συνεργασία με τους χαμηλότερου επιπέδου μαθητές φτάσαμε να κάνουμε καραμέλα μια μαθησιακή δυσκολία. Αυτή δεν είναι άλλη από τη δυσλεξία που όλοι έχουμε ακούσει, αλλά αδυνατούμε να απαντήσουμε επαρκώς στο τι ακριβώς είναι.
Η Διεθνής Ομοσπονδία Νευρολογίας ορίζει τη δυσλεξία ως σύνδρομο που αναγνωρίζεται σ’ ένα άτομο με απροσδόκητη αποτυχία στην εκμάθηση της γραφής, της ορθογραφίας και της ανάγνωσης, παρά την επαρκή εκπαιδευτική διαδικασία, τη φυσιολογική νοημοσύνη και την ύπαρξη κατάλληλων πολιτιστικών και κοινωνικών συνθηκών. Χωρίς να χρησιμοποιήσουμε δυσνόητους ιατρικούς όρους πρόκειται στην ουσία για μια νευρολογική διαταραχή που επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τις εγκεφαλικές λειτουργίες, σε ό,τι αφορά τη χρήση της γλώσσας στον γραπτό λόγο. Με ακόμη πιο απλά λόγια, ο νους ενός δυσλεξικού δέχεται, κατανοεί, ανακαλεί κι αναπαράγει τα μαθησιακά ερεθίσματα με τελείως διαφορετικό τρόπο από τα υπόλοιπα, με αποτέλεσμα να μην τα αφομοιώνει επαρκώς και να δημιουργείται σύγχυση, αφού δε χρησιμοποιείται η κατάλληλη μέθοδος για εκείνον.
Τα συμπτώματα της δυσλεξίας είναι αρκετά κι υπάρχουν διαφορετικές εκφάνσεις της, που χωρίζονται σε ηλικιακές ομάδες. Το γεγονός ότι εντοπίζουμε μερικά από αυτά είτε στον εαυτό μας είτε σε κάποιον κοντινό μας, δε σημαίνει πως μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι φανερώνουν δυσλεξία. Σε περίπτωση που διακρίνουμε έναν μεγάλο αριθμό απ’ αυτά τα συμπτώματα, το ορθότερο είναι να απευθυνθούμε ή να παραπέμψουμε κάποιον στα ειδικά εξεταστικά κέντρα, στα οποία βρίσκονται οι κατάλληλοι επιστήμονες και μέσω διάφορων τεστ να διαπιστωθεί το αποτέλεσμα. Είναι πολύ σημαντικό να υποβληθεί κάποιος στις σχετικές εξετάσεις τη σωστή στιγμή, η οποία ορίζεται στο πέρασμα τουλάχιστον δύο χρόνων μετά την πρώτη επαφή με τη γλώσσα. Επίσης, απ’ αυτούς τους φορείς θα βοηθηθεί κάποιος με βάση τα δικά του προσωπικά θέματα και με τρόπους που αρμόζουν στην ηλικία του, ώστε να λειτουργεί με μεγαλύτερη ευκολία στην καθημερινότητά του.
Για παιδιά ηλικίας 3 έως 4 ετών, στα συμπτώματα περιλαμβάνεται το να αρχίσει να μιλάει πιο μετά απ’ όσο συνηθίζεται, να αντιμετωπίζει συγκριτικά μεγαλύτερη δυσκολία στην προφορά των λέξεων, να δυσκολεύεται να μάθει το αλφάβητο, τους αριθμούς, τις μέρες, τα χρώματα και τα σχήματα‧ να δυσκολεύεται να συλλαβίσει και να γράψει το όνομά του, να μην εμπλουτίζει γρήγορα το λεξιλόγιό του, να αδυνατεί να θυμηθεί ποια λέξη χρησιμοποιείται για ένα σκοπό ή συναίσθημα, να μην μπορεί να απαγγείλει μικρά ποιήματα ή να σκέφτεται ομοιοκατάληκτες λέξεις‧ να αργεί να αναπτύξει λεπτές κινητικές δεξιότητες, όπως είναι το κράτημα του μολυβιού, το βούρτσισμα των δοντιών και παρεμφερή.
Για νήπια έως παιδιά ηλικίας 9-10 χρονών, τα συμπτώματα είναι τα εξής: Δυσκολεύονται στην ανάγνωση μεμονωμένων λέξεων και στη σύνδεση μεταξύ γραμμάτων και ήχων. Συγχέουν τις μικρές λέξεις, όπως είναι οι επιρρηματικοί σύνδεσμοι. Κάνουν επανειλημμένα λάθη κατά την ανάγνωση και την ορθογραφία.
Στην ηλικία 10 έως 13 ετών αρχίζουν να φαίνονται πιο ξεκάθαρα σημάδια. Χωλαίνουν στην ανάγνωση κειμένων, οπότε κι αποφεύγουν να διαβάσουν φωναχτά‧ αλλάζουν τη σειρά γραμμάτων εντός μιας λέξης, αδυνατούν να αφομοιώσουν και να αναγνωρίσουν προθέματα, επιθήματα και ρίζες λέξεων, γράφουν με δυο διαφορετικές ορθογραφίες την ίδια λέξη, δυσκολεύονται στην κατανόηση των λέξεων στα μαθηματικά προβλήματα‧ έχουν δυσανάγνωστη γραφή και κρατούν σφίγγοντας ή με περίεργο τρόπο τη λαβή του μολυβιού.
Οι έφηβοι ηλικίας 14 έως τα 18-19 ετών παρουσιάζουν πολύ αργή ανάγνωση με ανακρίβειες κι αντικαταστάσεις λέξεων, εξακολουθούν να γράφουν με διαφορετική ορθογραφία μια λέξη σ’ ένα σύνολο λέξεων, αντιμετωπίζουν προβλήματα στις περιλήψεις κειμένων, αδυνατούν να απομνημονεύσουν κείμενα και διαθέτουν περιορισμένο λεξιλόγιο.
Τέλος, στους ενήλικες η δυσλεξία εμφανίζεται με τα ακόλουθα σημάδια: Αποκρύπτουν τα προβλήματα ανάγνωσης και γραφής και τα αποφεύγουν ως δραστηριότητες. Παρότι έχουν αυξημένες ικανότητες στον προφορικό λόγο, κωλύονται στο συλλαβισμό λέξεων. Βασίζονται περισσότερο στη μνήμη τους, παρά στην απόκτηση νέων πληροφοριών. Ασκούν εργασίες πνευματικά κατώτερες απ’ τις πραγματικές τους δυνατότητες. Αντιμετωπίζουν θέματα στην οργάνωση και τον προγραμματισμό. Είναι διαισθητικοί, δηλαδή κατά την επικοινωνία τους με τους άλλους ανθρώπους αντιλαμβάνονται πολλά για τον χαρακτήρα και τις εμπειρίες τους.
Όπως έχουν διατυπώσει αρκετοί νευρολόγοι κι ερευνητές, η δυσλεξία δεν είναι κάποια πάθηση που μπορεί να αντιμετωπιστεί πλήρως ή τουλάχιστον ακόμη δεν έχουν βρεθεί τα μέσα κι ο τρόπος. Αυτό που μπορεί να κάνει κάποιος είναι να βελτιωθεί στις δραστηριότητες που χρειάζεται, μέσω διάφορων ενεργειών, όπως είναι η οργάνωση μελέτης με σχεδιαγράμματα, και στο τέλος να διευκολυνθεί και να ανταποκρίνεται καλύτερα σε όσα τον ταλαιπωρούσαν μέχρι πρότινος.
Είναι αρκετά ελπιδοφόρο το γεγονός ότι υπάρχουν επιστήμονες που προσπαθούν με διάφορες έρευνες κι εργασίες να βελτιώσουν τη ζωή των δυσλεξικών.
Το 2008, ο Ολλανδός σχεδιαστής Christian Boer, όντας κι ο ίδιος δυσλεξικός, έφτιαξε μια γραμματοσειρά ειδικά για δυσλεξικούς, προκειμένου να διαβάζουν και να συντάσσουν γραπτά κείμενα με μεγαλύτερη ευκολία. Τη γραμματοσειρά την ονόμασε «Dyslexie» και χρησιμοποιεί παχιές γραμμές βάσης, εναλλασσόμενα μήκη γραμμάτων και μεγαλύτερα ανοίγματα μεταξύ γραμμάτων. Η γραμματοσειρά αυτή είναι πιο ευανάγνωστη απ’ τα άτομα με δυσλεξία, επομένως η εμπειρία του διαβάσματος και της σύνταξης είναι τελείως διαφορετική.
Ακόμη, κατά το 2013, ο Sam Barclay που είναι τυπογράφος και παράλληλα δυσλεξικός, έφτιαξε ένα βιβλίο, ονόματι «Reedeeng», παρουσιάζοντας στην ουσία πώς είναι να διαβάζει κάποιος με δυσλεξία ένα κείμενο που θεωρείται κανονικό για όλους τους άλλους. Πρόκειται για ένα μοναδικό βιβλίο, στις σελίδες του οποίου ο Barclay έχει συνδυάσει διάφορα χρώματα και διάφορες γραμματοσειρές αταίριαστες μεταξύ τους, με ανακατεμένα γράμματα και λέξεις τοποθετημένες σε λανθασμένα σημεία, με αποτέλεσμα ο αναγνώστης να παθαίνει σχεδόν ίλιγγο. Ο ίδιος δήλωσε ότι είναι πολύ μεγάλη η σημασία ύπαρξης του συγκεκριμένου βιβλίου και θα ήταν πολύ ωφέλιμο να υπάρχει στα σπίτια μας έως και τις βιβλιοθήκες των Πανεπιστημίων. Ουσιαστικά, είναι μια απόδειξη ότι οι δυσλεξικοί δε στερούνται νοημοσύνης, αλλά λόγω της πάθησής τους δυσκολεύονται στην εκμάθηση του οποιουδήποτε αντικειμένου. Λόγω της οπτικής αυτής που έχουν στα γράμματα, χρειάζονται συνήθως τον διπλάσιο ή και τριπλάσιο χρόνο για να κατανοήσουν και να αφομοιώσουν μια έννοια.
Λόγω της κατανόησης του νευρολογικού αυτού συνδρόμου στο περίπου, έχουν δημιουργηθεί κάποιοι μύθοι για τη δυσλεξία. Όταν κάποιο παιδάκι δυσκολεύεται στη γραφή και την ανάγνωση, κατά την πρώτη του επαφή μ’ αυτά, δεν αποδίδεται απαραίτητα σε ενδεχόμενο δυσλεξίας. Λέγεται πως επηρεάζει και τον προφορικό λόγο ενός ανθρώπου, μαζί με τον γραπτό, ενώ αυτό δεν ισχύει, γι’ αυτό κιόλας οι δυσλεξικοί μαθητές εξετάζονται προφορικά. Το ότι κάποιος αντιμετωπίζει μια μαθησιακή δυσκολία ή έχει χαμηλότερη επίδοση στα μαθήματα, δε σημαίνει ότι σε κάθε περίπτωση έχει δυσλεξία. Εάν κάποιος δεν μπερδεύει κι αντιστρέφει τα γράμματα, τους αριθμούς και τα σύμβολα -ενέργειες που συγκαταλέγονται στα βασικά συμπτώματα-, δεν αποκλείεται να έχει δυσλεξία. Το ότι οι αριστερόχειρες είναι πιο πιθανό να αποκτήσουν δυσλεξία είναι πέρα για πέρα αναληθές. Η δυσλεξία δεν οφείλεται σε ψυχολογικά αίτια, αλλά αντιθέτως η αντιμετώπισή της από τους άλλους μπορεί να προκαλέσει κάποιο θέμα στην ψυχολογία των δυσλεξικών.
Πολύ συχνά, τα άτομα με δυσλεξία αντιμετωπίζουν δευτεροπαθή ψυχολογικά προβλήματα. Κάποια απ’ αυτά είναι η υπερευαισθησία απέναντι στην κριτική, χαμηλή αυτοεκτίμηση κι αυτοπεποίθηση, έως και κατάθλιψη. Είναι πολύ σύνηθες να αποκτούν διάφορα συμπλέγματα, συγκρίνοντας τον εαυτό τους με όσους είναι στο περιβάλλον τους, σκεπτόμενοι το γιατί και το πώς μπορούν οι άλλοι να πετύχουν, ενώ οι ίδιοι δεν τα καταφέρνουν όση προσπάθεια κι αν καταβάλλουν. Ιδιαίτερα, η αντιμετώπισή τους στο σχολικό περιβάλλον, κυρίως από τους καθηγητές που δεν έχουν αντιληφθεί ότι πρόκειται για ιδιαίτερη περίπτωση μαθητή και μεταφράζουν την αδυναμία διεκπεραίωσης εργασιών ως τεμπελιά, λειτουργεί ακόμη πιο επιζήμια στην ψυχολογία ενός δυσλεξικού.
Δυστυχώς, υπάρχει ένα ποσοστό κυρίως εφήβων οι οποίοι εκμεταλλεύονται το φαινόμενο αυτό, προσπαθώντας να αποκτήσουν μια ειδική μεταχείριση στο σχολικό περιβάλλον κι οι διδάσκοντες να είναι πιο ελαστικοί μαζί τους. Ορισμένοι απ’ αυτούς παραδέχονται ευθαρσώς ότι μελετούν τη συμπτωματολογία της δυσλεξίας και πηγαίνουν σε εξεταστικά κέντρα, κάνοντας επιτηδευμένα λανθασμένη χρήση της γλώσσας, ώστε να διαγνωσθούν με δυσλεξία κι η ζωή τους να γίνει πιο «εύκολη», όπως υποστηρίζουν. Είναι τουλάχιστον κρίμα να χρησιμοποιούμε με τέτοιους τρόπους και για τέτοιους λόγους την εξυπνάδα και τη δημιουργικότητά μας, απλώς επειδή νιώθουμε ανία. Αντί να χρησιμοποιούμε την επιμονή μας στο να βρούμε κάποιο αθέμιτο τρόπο για να αποφύγουμε κάτι υποχρεωτικό, ας τη χρησιμοποιήσουμε στο να πράξουμε το πρέπον.
Η επιστήμη της νευρολογίας, της ψυχολογίας και της κοινωνιολογίας έχει σημειώσει πολύ σημαντικά επιτεύγματα σε σχέση με τη δυσλεξία. Παρόλα αυτά, έχουμε πολύ δρόμο ακόμη μπροστά μας για να διευκρινίσουμε και να κατανοήσουμε κάθε πτυχή της, όπως και για να πάψουν να βρίσκονται σε διαφορετική θέση οι άνθρωποι που πορεύονται μ’ αυτήν. Φυσικά, αλλαγές πρέπει να γίνουν όπως φαίνεται και στην κοινή γνώμη, απέναντι σ’ αυτούς τους ανθρώπους, καθώς η αντίληψη πως στερούνται πνευματικής διανόησης είναι αρκετά ξεπερασμένη. Μεγαλύτερη απόδειξη γι’ αυτό δεν είναι άλλη απ’ τη διάγνωση δυσλεξίας σε πολύ επιφανείς κι ευφυέστατους επιστήμονες και καλλιτέχνες, όπως ο Albert Einstein, o Thomas Edison κι o Hans Christian Andersen!
Θέλουμε και τη δική σου άποψη!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.