Όλοι οι άνθρωποι κάποια στιγμή ήρθαμε αντιμέτωποι με συναισθηματικές εκρήξεις, δικές μας και συνανθρώπων μας. Κάποιες απ’ αυτές ήταν απόλυτα ή εν μέρει κατανοητές και δικαιολογημένες, ενώ κάποιες άλλες μας δημιούργησαν μεγάλη απορία κι έκπληξη, σκεπτόμενοι ποιο ήταν το έναυσμα της πρόκλησής τους. Τα ξεσπάσματα που μας φέρνουν σε δύσκολη θέση φαίνεται πως αποτελούν ένα μέρος των μηχανισμών ψυχολογικής άμυνας, που ονομάζεται εκδραμάτιση ή “acting out”.
Βάσει της Ψυχαναλυτικής θεωρίας του Σίγκμουντ Φρόιντ, ο όρος «εκδραμάτιση» περιγράφει μια ακραία και παράδοξη συμπεριφορά που προέρχεται από κρυφά συναισθήματα ή κι επιθυμίες, τα οποία και κατευνάζει. Πριν προβούμε σε τέτοιου είδους πράξεις, δε σκεφτόμαστε αν αυτές είναι επιτρεπτές ή μεμπτές κι αν μπορούμε να εκδηλώσουμε με κάποιον άλλον τρόπο αυτό που αισθανόμαστε. Η λογική κι η σκέψη αντικαθίστανται από την παρόρμηση και τα συναισθήματα, κυρίως του άγχους, του θυμού και του φόβου. Το αίσθημα που μένει σ’ αυτόν που ενεργεί έτσι είναι η ντροπή ή η στενοχώρια, ενώ οι παρατηρητές και συμμετέχοντες αισθάνονται αμηχανία, στην καλύτερη των περιπτώσεων.
Τις περισσότερες φορές, καταφεύγουμε σ’ αυτήν την πρακτική ασυνείδητα, καθώς αδυνατούμε να συνειδητοποιήσουμε ποιο είναι ακριβώς το πρόβλημα που έχουμε και ποια η ρίζα του, ώστε να το επικοινωνήσουμε τη σωστή στιγμή και στον σωστό άνθρωπο. Επομένως, γι’ αυτό ξεσπάμε αυθόρμητα σε τρίτους παράγοντες και καταστάσεις που απλά προέκυψε να ξύσουν την πληγή μας ή κάποιο κοντινό της σημείο.
Κατά την άποψη πολλών ψυχαναλυτών, αυτές οι πληγές είναι πολύ βαθιά κρυμμένες στην ψυχή μας, απ’ την παιδική ηλικία. Πρόκειται για ανικανοποίητες ανάγκες και παιδικά ψυχικά τραύματα, τα οποία καταχωνιάσαμε μέσα μας και δεν προσπαθήσαμε ποτέ να ξεπεράσουμε. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ανθρώπων που δρουν έτσι αρκετά συχνά, ένιωσαν ως παιδιά ανασφάλεια, αμφισβητούμενη αγάπη, αδιαφορία ή απόρριψη στο οικογενειακό τους περιβάλλον.
Οι πιο έκδηλες μορφές εκδραμάτισης είναι η δυσλειτουργία της οικειότητας, όπου οι άνθρωποι απομονώνονται, φοβούμενοι να δείξουν τον πραγματικό τους εαυτό με ό, τι περιλαμβάνει και ακολούθως, να νιώσουν αγάπη, η μη πειθαρχημένη συμπεριφορά, όπου υπάρχει η ανάγκη «επανάστασης» κι αντίστασης σε οτιδήποτε, ή η υιοθέτηση της άκρως αντίθετης στάσης, η εξαρτημένη ή καταναγκαστική συμπεριφορά, όπου ένας άνθρωπος αποκτά εμμονές με τη διατήρηση αταίριαστων γι’ αυτόν ρόλων, συναισθημάτων ή υλικών αγαθών. Eν συνεχεία, η διαστροφή των σκέψεων, όταν λειτουργούμε με παιδικό τρόπο σκέψης, δηλαδή γενικευμένα, διπολικά, αυθαίρετα, προσωποποιημένα κ.α., το συναισθηματικό κενό, το οποίο προκύπτει απ’ την ανάγκη ενός ανθρώπου να παίζει συνεχώς τον ρόλο του «καλού» -κατά τα εντυπωμένα στο μυαλού του πρότυπα- ως θεατής της ίδιας του της ζωής και μην μπορώντας να εκτιμήσει τίποτα και κανέναν.
Άλλες συμπεριφορές που σχετίζονται με την εκδραμάτιση είναι η αναπαράσταση βίας, τα αναίτια χρονικά πισωγυρίσματα κι η άκριτη τήρηση κανόνων των κηδεμόνων. Τα χαρακτηριστικά που εντείνουν την εκδήλωση της εκδραμάτισης είναι η έλλειψη αυτοπεποίθησης, καθοδήγησης κι εκπαίδευσης, αλλά και η ανάγκη για προσοχή κι έλεγχο.
Εύλογα εξάγεται το συμπέρασμα ότι υπαίτιοι όλων αυτών είναι η ανατροφή και τα πρότυπα που έχουν διαμορφώσει τα παιδιά απ’ την οικογένεια. Όταν οι γονείς μεταφέρουν στο παιδί το να μην εκφράζει συναισθήματα, όπως είναι ο θυμός, τότε ο ενήλικας που θα αναπτυχθεί θα συσσωρεύει μεγάλο φορτίο αρνητικών συναισθημάτων μέσα του, βρίσκοντας αναγκαστικά διέξοδο στα ξεσπάσματα. Όταν ένα παιδί δε λαμβάνει την αγάπη και τη φροντίδα που νιώθει ότι χρειάζεται, τότε ως ενήλικας θα την επιζητεί με κάθε μέσο ή θα νιώθει πως τον πληγώνει να τον αγαπάνε και να αγαπάει.
Φυσικά, οι άνθρωποι που καταπιέζονται σε μεγάλο βαθμό κι εκτονώνονται με άτοπες εκρήξεις, δεν έχουν καλή σχέση ούτε με τους γύρω τους, αλλά ούτε με τον εαυτό τους. Ιδιαίτερα, στις περιπτώσεις ανθρώπων που η εκδραμάτιση λαμβάνει χώρα μόνο στο εσωτερικό τους. Όταν αισθάνονται ότι έκαναν κάποιο λάθος, τιμωρούν τον εαυτό τους, στερώντας μόνοι τους το δικαίωμά τους στη διασκέδαση, την ξεκούραση ή οποιασδήποτε μορφή απόλαυσης, θεωρώντας πως πρέπει να αποδείξουν ότι αξίζουν να τα έχουν.
Οποιαδήποτε εικόνα λαμβάνει ένα παιδί απ’ το σπίτι, παραμένει στο υποσυνείδητό του κι ως ενήλικας επηρεάζεται στην καθημερινότητά του και στις σχέσεις του. Κάθε κενό που δημιουργήθηκε, φέρνει τον ενήλικα μπροστά σε πολύ δύσκολες καταστάσεις, αν δεν φροντίσει να αφαιρέσει τις παρωπίδες που αναγκαστικά φοράει.
Ωστόσο, απ’ τη στιγμή της ενηλικίωσης, οι γονείς παύουν να έχουν την ευθύνη για την εξέλιξη των παιδιών τους. Εξάλλου, κανένας γονέας δεν έλαβε εγχειρίδιο για να επιτελέσει ολόσωστα το έργο του. Πλέον έγκειται απόλυτα στους ενήλικες το τι θα κρατήσουν και το τι θα αφήσουν στην άκρη απ’ τα παραδείγματα που έλαβαν, που μπορεί να μεταφέρθηκαν απ’ τους παππούδες τους. Δεν πρόκειται για μια εύκολη διαδικασία∙ τουναντίον, αποδεικνύεται πολύ επίπονη.
Η καθοδήγηση κι η συμβουλή των ειδικών θα βοηθήσουν να γίνει η διαδρομή αυτή απ’ το σωστό δρόμο και θα καταλήξει στο ωφέλιμο αποτέλεσμα, αρκεί να υπάρχει συνέπεια. Κάποιοι απ’ τους ανθρώπους που προσπαθούν να οδηγηθούν στη λύση των προβλημάτων αυτών, τείνοντας να λειτουργούν με την εκδραμάτιση, μόλις φτάσουν κοντά στον στόχο τους θέλουν να απομακρυνθούν. Μέσω της εκδραμάτισης, δημιουργούμε ένα έδαφος στο οποίο θα νιώσουμε μια μικρή ανακούφιση, αλλά δε βοηθάει σε τίποτα τον εντοπισμό και την αντιμετώπιση του βασικού προβλήματός μας.
Ο λόγος, λοιπόν, γίνεται για το παιδάκι που κρύβουμε μέσα μας, το οποίο δεν έλαβε κάποτε τη στήριξη ή την αγάπη που περίμενε απ’ τους γονείς του. Ένα παιδάκι που δε φεύγει, δεν ξεχνάει, αλλά βιώνει κι αναβιώνει στο σώμα του ενήλικα. Το να ανατρέξουμε σε άσχημες παιδικές στιγμές είναι σίγουρα οδυνηρό, αλλά πιο οδυνηρό είναι να μη δίνουμε στο παιδάκι αυτό την αγκαλιά και το χάδι που χρειάστηκε και χρειάζεται ακόμη. Το ίδιο, μαζί με λίγη επιείκεια και κατανόηση, αξίζει και στους γονείς του.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου