Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν πως ο καθένας μας ερωτεύεται αληθινά μόνο μια φορά στη ζωή του. Απ’ την άλλη, κάποιοι υποστηρίζουν πως ερωτεύονται κάθε μέρα ή γενικότερα ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Το τι συμβαίνει στην πραγματικότητα είναι τελείως υποκειμενικό ζήτημα, αλλά είναι ασφαλές να ειπωθεί πως αρκετά συχνά συγχέουμε τον έρωτα με άλλες έννοιες. Μία απ’ αυτές είναι το Limerence, το οποίο θα μπορούσαμε να αποδώσουμε περίπου στα ελληνικά ως «εμμονικό έρωτα».
Ο λεγόμενος εμμονικός έρωτας ορίζεται από πολλούς επιστήμονες με διαφορετικό τρόπο, αλλά το νόημα παραμένει το ίδιο. Με όσο το δυνατόν απλό και μη επιστημονικό λεξιλόγιο, περιγράφεται ως μια ασυναίσθητη ψυχική κατάσταση προερχόμενη απ’ την ερωτική έλξη για κάποιον άνθρωπο. Αυτή η κατάσταση προκαλεί εμμονικές σκέψεις και φαντασιώσεις, αλλά και την ανάγκη να αναπτύξουμε οπωσδήποτε δεσμό μαζί με τον άνθρωπο που θέλουμε. Έτσι, λοιπόν, ο όρος αυτός δεν μπερδεύεται μόνο με τον έρωτα, αλλά ενδέχεται να κρύβεται και πίσω από συναισθήματα αγάπης που νομίζουμε ότι έχουμε για κάποιο πρόσωπο.
Αναφέρθηκε για πρώτη φορά ως όρος απ’ την ψυχολόγο Dorothy Tennov, η οποία διεξήγε μια μακρόχρονη έρευνα, ρωτώντας πάνω από πεντακόσιους διαφορετικούς ανθρώπους για τα συμπτώματά τους, όντας σ’ αυτήν την κατάσταση. Κάνει αναλυτική αναφορά στο βιβλίο της «Love and Limerence: Η εμπειρία της αγάπης». Μετά την κυκλοφορία του, όλο και περισσότεροι ψυχολόγοι και ψυχαναλυτές άρχισαν να ερευνούν το συγκεκριμένο φαινόμενο και να εμβαθύνουν στις συμπεριφορές όσων προσβάλλει.
Μπορεί να το διαθέτει κάποιος άνθρωπος πριν σχετιστεί με το άτομο που τον ενδιαφέρει, κατά τη διάρκεια της σχέσης τους ή μετά τον χωρισμό τους. Τα συμπτώματα είναι σχεδόν τα ίδια και το μόνο που αλλάζει είναι το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο εκδηλώνονται, ανάλογα με τις σχεσιακές φάσεις που προαναφέρθηκαν. Τα πιο συνηθισμένα δεδομένα κι η συμπεριφορά αυτού που υποφέρει από limerence αντιπαραβάλλονται με τα δεδομένα και την δράση όσων διατηρούν πράγματι συναισθήματα αγάπης:
• Αποζητά την τρυφερότητα απ’ το αντικείμενο πόθου του∙ αντί να τη δείχνει ανιδιοτελώς σ’ αυτό.
• Βλέπει τον άνθρωπο που τον ελκύει τέλειο, αψεγάδιαστο∙ αντί να αποδέχεται τα ελαττώματά του.
•Εκκρίνονται στον εγκέφαλο του στρεσογόνες ουσίες, όπως η τεστοστερόνη κι η ντοπαμίνη∙ αντί οι χαλαρωτικές, όπως η οξυτοκίνη κι η αγγειοπιεσίνη.
•Αισθάνεται νευρικότητα κοντά στον άνθρωπο που ποθεί∙ αντί για ηρεμία ή ανακούφιση.
•Προσχεδιάζει κάθε του κίνηση ή ενδεχόμενη συζήτηση, ώστε να επηρεάσει την ψυχολογία του άλλου ατόμου∙ αντί να επιτρέπει στη ροή των πραγμάτων να δημιουργήσει μια ειλικρινή και υγιή αλληλεπίδραση.
•Σκέφτεται ανελλιπώς το πρόσωπο του ενδιαφέροντός του, χωρίς να μπορεί να ασχοληθεί με τίποτα διαφορετικό∙ αντί να συνεχίζει τις καθημερινές του δραστηριότητες κανονικά.
Γενικότερα, οι εμμονικά ερωτευμένοι είναι υπέρμετρα υπερβολικοί. Αισθάνονται πολλά και πολύ σύντομα κι αντιλαμβάνονται οποιαδήποτε απόκριση του υποψήφιου συντρόφου τους ως ένδειξη ανταπόκρισης ή αγάπης. Φαντασιώνονται μέχρι και τα τελικά στάδια μιας επιτυχημένης σχέσης, χωρίς να υφίσταται καν κάποια οικειότητα. Οι υποψίες τους για απόρριψη απ’ αυτόν τους προκαλεί τεράστια ψυχολογική πτώση. Τα συναισθήματα ευτυχίας ή δυστυχίας εναλλάσσονται συχνότατα. Απ’ το πόσο πολύ σκέφτονται −είτε με καλό είτε με κακό τρόπο− τον άνθρωπο που τους ενδιαφέρει, δεν μπορούν ούτε να κοιμηθούν.
Υπάρχουν τρεις φάσεις κατά τις οποίες εκδηλώνονται τα άτομα αυτά είτε στον εαυτό τους είτε και στον άνθρωπο που επιθυμούν. Στην αρχική φάση, το άτομο φαντασιώνεται διάφορες στιγμές χαράς με τον άνθρωπο αυτό, ή δυσκολίες στις οποίες του συμπαραστέκεται. Στη δεύτερη φάση, προσπαθεί να ξεκινήσει ή να αυξήσει την επαφή και την επικοινωνία τους. Στην τρίτη φάση, απογοητεύεται και βυθίζεται σε αρνητικά συναισθήματα, αν δεν πραγματοποιηθούν οι επιδιώξεις του.
Αυτού του είδους ο «έρωτας» μπορεί να διαρκέσει από μέρες έως δεκαετίες, στις ακραίες περιπτώσεις. Ενώ, ο μέσος όρος διάρκειας υπολογίζεται στα 2-3 χρόνια. Γι’ αυτό το λόγο, πολλές φορές κάποιο ζευγάρι που δημιουργήθηκε με τέτοια συναισθήματα ως βάση είναι πολύ λογικό να καταλήξει χώρια, μετά το πέρας της τριετίας. Φυσικά, υπάρχουν κι οι περιπτώσεις που τη θέση του limerence παίρνει η πραγματική αγάπη, με το πέρασμα του χρόνου και τον κατευνασμό του παροξυσμού.
Σε περίπτωση που κάποιος άνθρωπος αναγνωρίσει το πρόβλημά του, με προϋπόθεση ότι βρίσκεται σε θέση να μην τον ορίζει αυτή η πάθηση, μπορεί να βοηθήσει τον εαυτό του επιδιώκοντας να αποσπαστεί απ’ τις σχετικές σκέψεις και να απομακρύνεται απ’ την φυσική παρουσία του ανθρώπου που του προκαλεί αυτά τα συναισθήματα. Η ψυχολογική υποστήριξη ενός ειδήμονα είναι πάντοτε θεμιτή και μπορεί να φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα σε συντομότερο χρόνο. Αντίθετα, όσοι βρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο, μπορούν να ξεπεράσουν το limerence με τη βοήθεια ψυχοθεραπευτή.
Παράλληλα, όμως, υπάρχουν και κάποιοι τρόποι να ξεθυμάνει το άτομο που υποφέρει, χωρίς τους παραπάνω τρόπους, αλλά ανάλογα με την εξέλιξη της όλης διαδικασίας που περνάει σ’ αυτήν την κατάσταση. Αυτοί είναι οι παρακάτω:
•Με το να απορριφθεί απ’ το άτομο που φαντασιωνόταν συνεχώς.
•Κάνοντας σχέση με τον άνθρωπο που αφορά η κατάστασή του.
•Με το να βρεθεί κάποιο άλλο άτομο που θα ερωτευτεί τοιουτοτρόπως.
Για την πάθηση του limerence φαίνεται πως παράγοντες υπαιτιότητας αποτελούν οι παιδικές διαταραχές, ψυχολογικά τραύματα με παλαιότερες ερωτικές διασυνδέσεις κι η μοναχικότητα. Μάλιστα, οι μοναχικοί άνθρωποι είναι αυτοί στους οποίους εμφανίζεται περισσότερο αυτό το φαινόμενο, συγκριτικά με τις άλλες περιπτώσεις. Γενικά, το ποσοστό του πληθυσμού με αυτήν την πάθηση ανέρχεται περίπου στο 5%.
Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, πως δεν ερχόμαστε πάντα αντιμέτωποι με κάποιο ρομαντικό συναίσθημα, είτε αυτό βρίσκεται μέσα μας είτε στον άνθρωπο απέναντί μας. Υπάρχουν πιθανότητες να πρόκειται για κάποια παθολογική μορφή αγάπης ή και ψυχολογική διαταραχή, που κάνει έναν άνθρωπο να δυσφορεί έως να ασφυκτιά καθημερινά. Δε χρειάζεται να τρομάζουμε με αυτό, ακόμη κι αν οι εκδηλώσεις είναι ιδιαίτερα έντονες. Αυτό που χρειάζεται είναι να μην εθελοτυφλούμε και να λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη τα δείγματα που έχουμε. Άλλωστε, αν κι υπάρχουν κοινά σημεία, είναι πολύ έντονη η διαφορά: η αγάπη δεν κάνει ποτέ κακό, ενώ η εμμονή κάνει πάντα.
Θέλουμε και τη δική σου άποψη!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου