Η καθημερινή τριβή κι αλληλεπίδραση με τους συνανθρώπους μας, μάς φέρνουν αντιμέτωπους με μεικτές καταστάσεις οι οποίες είτε προκύπτουν από καλές στιγμές είτε από κακές. Και οι δύο αυτές περιπτώσεις έχουν κάποια επίδραση στη συμπεριφορά και στην ψυχολογία μας. Συνήθως οι αρνητικές εμπειρίες που προκύπτουν από οποιαδήποτε συναναστροφή, μας αφήνουν μια άσχημη επίγευση και σχεδόν μας αναγκάζουν να αλλάξουμε οπτική γωνία και να αντιμετωπίσουμε τους νέους ανθρώπους που θα μπουν στη ζωή μας διαφορετικά. Μια απόρροια όλης αυτής της διαδικασίας είναι η καχυποψία.
Φυσικά, δεν αναφερόμαστε στις επιφυλάξεις που είναι κατανοητό και απόλυτα θεμιτό να συνοδεύουν μια νέα γνωριμία, αρκεί αυτές να μην υπάρχουν σε υπερβολικό βαθμό. Πρόκειται για τις περιπτώσεις που βρίσκεται ο εαυτός μας σε μία μόνιμη θέση άμυνας, προσπαθώντας να προβλέψει και να προλάβει κάθε πιθανή βλάβη που ενδέχεται να υποστούμε. Το πρόβλημα με αυτό είναι ότι το μυαλό μας δημιουργεί από μόνο του καταστάσεις «έκτακτης ανάγκης» και σταδιακά χάνουμε τη διαύγεια και την κρίση μας. Αν δεν εντοπίζουμε κάπου το κακό, ψάχνουμε εναγωνίως να το βρούμε! Σαν να τιμωρούμε τον εαυτό μας που κάποια στιγμή υπήρξαμε −λίγο ή πολύ− αφελής, ακόμη και ήταν μόνο για μία φορά. Έτσι όμως, δε χάνουμε όλο το νόημα της ανθρώπινης επαφής;
Το εκάστοτε νέο εγχείρημά μας με έναν άνθρωπο εμπεριέχει σίγουρα κάποιο ρίσκο, αλλά το να επικεντρωνόμαστε σε αυτό συνεχώς πιθανότατα θα καταδικάσει τη σχέση μας, πολλές φορές πριν αυτή προλάβει καν να θεμελιωθεί. Η περίεργη διαδικασία στην οποία μπαίνουμε, ακόμη κι αν βρίσκεται μέσα στο κεφάλι μας, είναι διακριτή στην απέναντι πλευρά. Συγκρίνουμε τα νέα δεδομένα με τα παλιά. Βάζουμε στη σειρά όλες τις αρνητικές μας εμπειρίες από το παρελθόν και ψάχνουμε να βρούμε κάποια ομοιότητα, προκειμένου να καταφέρουμε αυτή τη φορά να το αποφύγουμε. Με όλη αυτή τη συμπεριφορά όμως, ποιος απ’ τους δύο έχει περισσότερες πιθανότητες να προκαλέσει την εν λόγω άσχημη εμπειρία;
Στην προσπάθειά μας να προστατεύσουμε τον εαυτό μας, καταλήγουμε να πληγώνουμε άθελά μας τον άνθρωπο που συναντήσαμε. Ίσως να χάνουμε μια ευκαιρία να δημιουργήσουμε μία όμορφη κατάσταση, η οποία θα άλλαζε ξανά την οπτική μας και θα επανέφερε τη χαμένη αισιοδοξία μας. Στην ουσία, δε φαίνεται να φταίνε οι άλλοι για την καχυποψία που έχουμε απέναντί τους, καθώς εμείς υποβάλαμε τον εαυτό μας σε αυτήν τη διαδικασία, συνειδητά ή ασυνείδητα.
Το να κατηγορούμε ή και να κακολογούμε τους ανθρώπους για το ότι δεν εξελίχθηκαν τα πράγματα όπως θα θέλαμε, δε μας βοηθάει σε κανένα επίπεδο. Αντιθέτως μετατοπίζουμε το πρόβλημα και την ευθύνη σε τρίτους παράγοντες και κλείνουμε τα μάτια σε οποιαδήποτε επίγνωση και κατ’ επέκταση βελτίωση.
Απ’ την άλλη, μπορεί να αποδειχθεί πολύ δύσκολο το να αναγνωρίσουμε και να αντιμετωπίσουμε ένα πρόβλημα τέτοιας διάστασης. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε για να ανακουφιστούμε, έστω και λίγο, είναι να αρχίσουμε να εξωτερικεύουμε τις σκέψεις και τις ανησυχίες μας, πάντα με ευγένεια και σεβασμό προς τον απέναντί μας.
Η συζήτηση δεν είναι καθόλου υπερεκτιμημένη. Μέσα απ’ αυτήν ο άγνωστος θα γίνει πιο γνωστός, καθώς θα αρχίσουμε να αποκρυπτογραφούμε το χαρακτήρα του και να νιώθουμε πραγματική ασφάλεια ή δικαιολογημένη ανασφάλεια δίπλα του. Όταν δίνεις χρόνο και χώρο και στον εαυτό σου και σ’ έναν άνθρωπο, εξάγεις ασφαλέστερα συμπεράσματα που δεν προέκυψαν αποκλειστικά από το δικό σου συλλογισμό. Μ’ αυτόν τον τρόπο θα μειωθούν οι απώλειες που βιώνουμε είτε μέσα μας είτε στις σχέσεις μας.
Εν ολίγοις, η καχυποψία μπορεί να αποτελέσει μέσο προφύλαξης από πολλά δεινά. Την ίδια στιγμή όμως μπορεί να μας απομακρύνει κι από πολλά όμορφα ή και ιδανικά. Η υπερβολική σκέψη κι ανάλυση δεν εξέλιξαν ποτέ τις ανθρώπινες σχέσεις∙ αντιθέτως, τις κάνουν ακόμα πιο περίπλοκες. Γι’ αυτό ας είμαστε χαλαροί κι επικοινωνιακοί. Ας αποτρέπουμε τον εαυτό μας από απωθημένα και κατάλοιπα του παρελθόντος. Ποιο το νόημα άλλωστε να καταδικάζουμε το παρόν και το μέλλον μας, λόγω του παρελθόντος;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου