Το γεγονός ότι ο άνθρωπος έχει εξελιχθεί τόσο γρήγορα και σε τόσα πολλά επίπεδα είναι κάτι αξιοθαύμαστο, αφού φαίνεται σαν να έχουμε λύσει έτσι όλα τα πρακτικά μας προβλήματα. Με τη γνώση της τεχνολογίας και της χημείας κατορθώσαμε στο βάθος του χρόνου να γνωρίσουμε την έννοια των λέξεων «πολύ» και «γρήγορα». Πέραν των επιτευγμάτων που βελτίωσαν πράγματι το βιοτικό μας επίπεδο, για όλα τα άλλα ίσως επικρατεί ένας διχασμός μέσα μας καθώς μάλλον θυσιάζουμε την ποιότητα.
Μπορεί πλέον να αντιμετωπίζονται τόσες ασθένειες, αλλά δημιουργούνται άλλα ζητήματα στον ανθρώπινο οργανισμό, απ’ την τόση παρέμβασή μας στη φύση. Δεν είναι καθόλου πρωτοφανές ότι ορισμένες ασθένειες εμφανίζονται περισσότερο από παλαιότερα κι ότι αν συγκρίνουμε τα πολύ ανεπτυγμένα αστικά κέντρα με τις πιο απομονωμένες περιοχές, θα δούμε ότι τα ποσοστά είναι δυσανάλογα. Πιο συγκεκριμένα, τα αποτελέσματα ερευνών που διεξήχθησαν σοκάρουν, αποκαλύπτοντας πως οι άνθρωποι που πάσχουν χρονίως από αυτοάνοσα νοσήματα στην Αμερική υπολογίζονται ως ένας στους πέντε!
Χωρίς να χρησιμοποιήσουμε δύσκολους ιατρικούς όρους για να περιγράψουμε το τι μάς συμβαίνει όταν πάσχουμε από αυτοάνοσα, αρκεί να πούμε ότι στο σώμα μας δε δημιουργούνται τα δέοντα αντισώματα, ο οργανισμός μας παύει να αναγνωρίζει τα όργανά μας ως μέρος του κι αρχίζει να μάχεται σ’ αυτά μέσω διάφορων παθήσεων. Ένα αδύναμο ανοσοποιητικό δεν μπορεί μόνο να μας οδηγήσει στο να «κολλήσουμε» κάποια ίωση ή να κρυώσουμε, αλλά και να έχουμε αυτού του είδους τις διαταραχές. Οι πιο συχνές απ’ αυτές είναι: ο λύκος, η ψωρίαση, η σκλήρυνση κατά πλάκας, η ρευματοειδής αρθρίτιδα, ο υποθυρεοειδισμός, ο υπερθυρεοειδισμός, ο διαβήτης τύπου 1, η κοιλιοκάκη, η γυροειδής αλωπεκία κι η λεύκη. Με τον εντοπισμό και την καταγραφή όλων των περιστατικών, οι ερευνητές απαριθμούν στο σύνολο ογδόντα διαφορετικά είδη παθήσεων.
Δε χρειάζεται να έχει κάποιος ιατρικές γνώσεις για να αναγνωρίζει έστω ένα απ’ τα προαναφερθέντα νοσήματα, καθώς είναι πολύ συχνό να υπάρχει κάποιος στον κύκλο μας που τον ταλαιπωρεί κάτι τέτοιο. Κάποια απ’ αυτά δεν είναι τόσο εμφανή στο σώμα, ενώ κάποια άλλα έχουν τρομερή επίδραση στην εικόνα κάποιου. Κάποια απ’ αυτά έχουν καταστεί πλήρως αντιμετωπίσιμα, ενώ άλλα είναι μόνο διαχειρίσιμα μέχρι στιγμής. Υπάρχουν ειδήμονες ιατροί στους οποίους μπορούμε να απευθυνθούμε, ώστε να εντοπίσουμε ποιο ή ποια αυτοάνοσα νοσήματα διαταράσσουν τη λειτουργία του οργανισμού μας και να λάβουμε την κατάλληλη θεραπεία για την εξάλειψή τους ή έστω την ανακούφισή μας απ’ αυτά.
Τα αίτια εμφάνισης ενός τέτοιου προβλήματος υγείας οφείλονται αποκλειστικά στα κύτταρά μας και στους μηχανισμούς τους. Η αρρυθμία αυτών μπορεί να προέρχεται ως ένα βαθμό από κληρονομικότητα, σ’ ένα μεγάλο ποσοστό απ’ τις διατροφικές συνήθειες και την ποιότητα ζωής μας κι ενδέχεται να επηρεάσει η κακή μας ψυχολογία, σε περιόδους μεγάλου άγχους και θλίψης. Είναι πιο σπάνιο να γεννηθεί κάποιος με αυτοάνοσο νόσημα εξαρχής, παρά με την προδιάθεση να αναπτυχθεί στην πορεία της ζωής του ένα. Επίσης, δεν είναι θέσφατο ότι αυτά που ταλαιπωρούν τους γονείς ή τους παππούδες ενός παιδιού θα ταλαιπωρούν και το ίδιο, όπως δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει κάποιο πρόσφατο περιστατικό στο ιατρικό ιστορικό της οικογένειας για να αποκτήσει κάποιος τέτοιο νόσημα, σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος.
Κι αφού, λοιπόν, έχουμε αντιληφθεί έστω κατά προσέγγιση τι αφορούν τα αυτοάνοσα νοσήματα, είναι καλό να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν πρόκειται για κάτι που θα κολλήσουμε με την οποιαδήποτε επαφή. Είμαστε απλώς τυχεροί που δε γεννηθήκαμε με τέτοια γονίδια ή που δε μας παρουσιάστηκε ακόμη κάτι. Με τα τωρινά δεδομένα, οι άνθρωποι τείνουν να προκαλούν στον εαυτό τους αυτές τις παθήσεις, λόγω απόκλισης απ’ τον φυσικό τρόπο ζωής και διατροφής. Δεν αφορά μόνο την επιλογή ενός υγιεινού ή ανθυγιεινού πιάτου, αλλά τη χημική επεξεργασία σχεδόν όλων των πρώτων υλών, όπως είναι το ψέκασμα και ράντισμα των ζαρζαβατικών με εντομοαπωθητικό. Μεγάλο ρόλο παίζει και το πόσο μολυσμένος είναι ο αέρας, εξαιτίας όλων των βιοτεχνικών εργαστηρίων που απελευθερώνουν τοξικά στοιχεία.
Έτσι και με το στίγμα να βαστά γερά, η άγνοιά μας κι η έντονη αντίδρασή μας στη διαφορετικότητα δείχνουν ακριβώς ότι αδυνατούμε να ξεχωρίσουμε ή έστω να μην είμαστε μεροληπτικοί. Τρανό παράδειγμα αυτού είναι ο σχολιασμός του πανέμορφου μοντέλου Winnie Harlow, η οποία πάσχει από λεύκη. Ο χαρακτηρισμός της από πολλούς ως «αγελάδα» με υποτιμητική χροιά, λόγω των χρωμάτων του δέρματός της, έδειξε πόσο μακριά είμαστε από τον σεβασμό και την αποδοχή, εν γένει, πόσο μάλλον απέναντι στο αυτοάνοσο.
Είναι ευκόλως εννοούμενο ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι ίδιοι μ’ όλους τους άλλους, που δεν έχουν κάποια σύνδεση με τα φαινόμενα αυτά. Δεν υπάρχει λόγος να τους μεταχειριστεί κανένας υπό οποιαδήποτε συνθήκη με επιείκεια ή αυστηρότητα. Δε χρειάζονται προσοχή, συμπόνια ή εύνοια. Χρειάζονται μια δίκαιη κι ίση αντιμετώπιση. Ό,τι τους απασχολεί είναι κάτι που δεν αφορά κανέναν άλλον πέραν των ίδιων.
Το να προοδεύουμε καθημερινά, είτε ατομικά είτε συλλογικά, είναι αισιόδοξο κι επιθυμητό. Θα υποστηρίζαμε εύκολα ότι δεν προλαβαίνουμε να ενημερωνόμαστε και να προσαρμοζόμαστε στα συνεχώς μεταβαλλόμενα δεδομένα της κοινωνίας. Ωστόσο, έχουμε δείξει πως όπου το θέλουμε μπορούμε και το πράττουμε. Είναι λίγο οξύμωρο να έχουμε τα μέσα να ανατρέξουμε σε πηγές πληροφόρησης όπου κι αν βρεθούμε σε δευτερόλεπτα και να μην ενδιαφερόμαστε. Βέβαια, δε θα είναι αυτή η διαδικασία που θα μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι όλοι είμαστε τόσο ίδιοι αλλά και τόσο διαφορετικοί. Θα έχουμε κάνει, όμως, μια καλή αρχή.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου