Σκεπτόμενοι όσο πιο ώριμα κι αντικειμενικά μπορούμε, αντιλαμβανόμαστε πως είναι τελείως υποκειμενικά τα αντιθετικά ζεύγη διάφορων εννοιών, όπως καλό-κακό, ωραίο-άσχημο, ελκυστικό-απωθητικό. Ωστόσο, το πολύ ενδιαφέρον οποιασδήποτε τοποθέτησης σ’ αυτές τις κατηγορίες είναι η αιτία που μας καθοδηγεί. Ενίοτε συμβαίνει να μας αρέσουν κάπως παράδοξα πράγματα, χωρίς να μπορούμε να εξηγήσουμε ακριβώς το γιατί. Κι έτσι, λοιπόν, ξεκινά η δουλειά της ψυχολογίας και τελειώνει δίνοντας απαντήσεις.

Το αίσθημα του φόβου δε θα λέγαμε ότι είναι ένα απ’ τα πιο ευχάριστα, αλλά απ’ ό, τι φαίνεται υπάρχουν περιπτώσεις που μας δημιουργεί μια τέρψη. Ανέκαθεν ο άνθρωπος επεδίωκε να αισθάνεται τρόμο, από μια ασφαλή θέση όμως.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ακόμη κι απ’ τα χρόνια της αρχαιότητας υπήρξε η τάση παρακολούθησης ή και συμμετοχής σε παρακινδυνευμένα πράγματα. Οι αναμετρήσεις των μονομάχων στις αρένες ‒εκτός από απάνθρωπες και κατακριτέες‒ ήταν ένας τρόπος διασκέδασης της υψηλής τάξης, αλλά κι όλων των πολιτών που τις προτιμούσαν. Η θέαση του αίματος, των τραυματισμών, του θανάτου κι η έκβαση των αγώνων προκαλούσαν την ευχαρίστηση του κοινού. Ενώ στο τέλος κάθε μονομαχίας ή ομαδικής σφαγής, οι θεατές γίνονταν ακόμη πιο διψασμένοι για την επόμενη φορά και περίμεναν όλο και μεγαλύτερες φρικαλεότητες.

Φέρνοντας το θέμα σε πιο σύγχρονα δεδομένα, μπορούμε να αναλογιστούμε την παιδική μας επιθυμία να πούμε τρομακτικές ιστορίες στο σκοτάδι, μια βραδιά που θα κοιμόμασταν με τους φίλους μας. Ακόμη και τώρα παραγάγουμε κι ακούμε αστικούς μύθους ή μεταφυσικές ιστορίες σε βραδιές Halloween, επιχειρούμε να επισκεφτούμε στοιχειωμένα κτίρια, δοκιμάζουμε extreme sports κι άλλες ευφάνταστες και τρομακτικές δραστηριότητες, που κάτι μας τραβούν προς αυτές. Οι πιο συνηθισμένες εκφάνσεις αυτής της περίεργης επιθυμίας μας είναι το να ανεβαίνουμε σε κούρσες ψυχαγωγικών πάρκων, όπως τα Roller Coasters, ή να βλέπουμε ταινίες τρόμου.

Ποια ανάγκη μας οδηγεί να νιώσουμε τρόμο και τη μετέπειτα ανακούφιση που μας δίνει η θέση ασφάλειας ή ένα αίσιο τέλος; Αρκετοί επαγγελματίες του ψυχολογικού και κοινωνιολογικού κλάδου έχουν διερευνήσει το θέμα αυτό κι έχουν διατυπώσει διάφορες απόψεις, οι οποίες, αν και ποικίλλουν, έχουν όλες κάποια βιολογική εξήγηση. Αυτοί οι λόγοι που κάνουν τον φόβο θελκτικό σχετίζονται κατά βάση με το μυαλό μας, τις χημικές ουσίες που απελευθερώνονται στο σώμα μας και τις ψυχολογικές δοκιμασίες που τείνουμε να βάζουμε στον εαυτό μας.

Σύμφωνα με την κλινική ψυχολόγο του Τέξας Krista Jordan, όταν βρισκόμαστε μπροστά σε μια (πραγματική ή εικονική) απειλή είμαστε σε εγρήγορση, απελευθερώνοντας στο σώμα μας μεγάλες ποσότητες ενδοφινών και ντοπαμίνης, που τελικά μας προσφέρουν αδρεναλίνη και πρόσκαιρη ευφορία. Την ίδια ακριβώς διαπίστωση έκανε κι η ερευνήτρια Margee Kerr. Η Jordan το αποδίδει αυτό στο ότι ο εγκέφαλός μας δεν ξεχωρίζει με απόλυτη αποτελεσματικότητα τη φαντασία απ’ την πραγματικότητα, οπότε είναι πολύ εύκολο να μπούμε στη θέση κάποιου που βρίσκεται σε κίνδυνο, χωρίς να διατρέχουμε απολύτως κανέναν εμείς οι ίδιοι.

Επίσης, η Jordan υποστήριξε πως σε εμπειρίες τρόμου ταυτιζόμαστε αυθόρμητα με το πρόσωπο που δείχνει ατρόμητο κι ακλόνητο μπροστά στα όποια απίστευτα και που εν τέλει διαφεύγει τον κίνδυνο, πράγμα το οποίο αποτελεί βασική ερμηνεία του Sigmund Freud για την αρέσκειά μας στον τρόμο. Απ’ την άλλη πλευρά, σε τρομαχτικές ταινίες, λόγου χάρη, βρισκόμαστε στη θέση να κρίνουμε τους πρωταγωνιστές και τις λανθασμένες κινήσεις τους, νιώθοντας εξυπνότεροι απ’ τα θύματα κι αποκτώντας την πεποίθηση πως σε αντίστοιχη κατάσταση θα διαχειριζόμασταν συνετότερα τα πράγματα και θα κατορθώναμε να επιβιώσουμε. Ο Coltan Scrivner θεωρεί πως απ’ την ίδια θέση μπορούμε να προετοιμάσουμε τον εαυτό μας για έναν πραγματικό κίνδυνο που ενδέχεται να βιώσουμε, όπως είναι κάποια βίαιη επίθεση ή το να πέσουμε θύματα κλοπής.

Η ψυχολόγος της Νέας Υόρκης Margot Levin ανέφερε πως είναι πολύ φυσιολογικό να μας γοητεύει η παρακολούθηση τρομακτικών στοιχείων μέσα από ένα ελεγχόμενο περιβάλλον, καθώς κάτι τέτοιο αποτελεί μια ενέργεια εκτός της ζώνης ασφαλείας κάποιου κι εν τέλει αυξάνει την αυτοπεποίθησή του. Παράλληλα, ο συγγραφέας David DiSalvo υποστήριξε πως η έκθεσή μας σε τέτοιου είδους φόβους σχεδόν ταυτίζεται με την ψυχοθεραπευτική θεωρία του ελεγχόμενου περιβάλλοντος, όπου ο θεραπευόμενος υποβάλλεται σταδιακά σε στρεσογόνες καταστάσεις, προκειμένου να ξεπεράσει το άγχος του. Ο ίδιος θεωρεί πολύ ευεργετική αυτήν τη διαδικασία, καθώς μπορεί να αποτελέσει ένα ενισχυτικό του οργανισμού κι ενδεχομένως του ανοσοποιητικού μας.

Τα ζωώδη ένστικτά μας ως άνθρωποι, όπως είναι φόβος για το σκοτάδι και το άγνωστο, το αίσθημα του κυνηγού και της επιβίωσης, συμπληρώνουν τους λόγους που μας γοητεύουν οι τρομαχτικές εμπειρίες. Πέραν αυτού, όμως, έχει πολλά οφέλη το να ερχόμαστε κατά πρόσωπο με τους φόβους μας, έστω και παθητικά. Όποιος κι αν είναι ο τρόπος διασκέδασής μας μέσω του τρόμου είναι πολύ θεμιτός και βοηθητικός. Όπως σημειώνει ο Scrivner, μ’ αυτόν τον τρόπο μειώνονται τα επίπεδα του άγχους και των αρνητικών συναισθημάτων μας κι εκπαιδευόμαστε στο να αντιμετωπίσουμε την αβεβαιότητα και την αγωνία στην πραγματική μας ζωή. Απόδειξη αυτού αποτελεί μια πολύ πρόσφατη σχετική μελέτη του ίδιου, η οποία δείχνει πως οι λάτρεις των τρομαχτικών ταινιών υπήρξαν πιο ανθεκτικοί και λιγότερο συναισθηματικά καταβεβλημένοι σε σχέση με τους υπόλοιπους, απέναντι στην πανδημία Covid-19 και σε όσα έφερε.

Επομένως, δεν υπάρχει τίποτα το παράλογο, το περίεργο ή το ανεξήγητο στο να μας αρέσουν οι τρομαχτικές δραστηριότητες. Αυτό, βέβαια, δε θα μπορούσε να σημαίνει ότι χρειάζεται να καταπιεστεί κάποιος ώστε να υποβάλλει τον εαυτό του σε τέτοιες συνθήκες, προκειμένου να έχει τα αντίστοιχα οφέλη. Ούτως ή άλλως ο στόχος όλων αυτών είναι τα ευχάριστα αισθήματα που όντως μπορούν να προκληθούν απ’ τον φόβο. Μάλλον θα λέγαμε ότι αυτή είναι η καλή πλευρά του κι ίσως προσκολλημένοι σ’ αυτήν καταφέρουμε να σβήσουμε κάθε ενδοιασμό για την πραγματική μας ζωή.

 

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Ελένη Βαλαβάνη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου