Ο φόβος είναι ένα απ’ τα βασικά συναισθήματα του ανθρώπου, αλλά και όλων των έμβιων όντων, όταν υπάρχει κίνδυνος ή απειλή. Είναι σαν ένα έμφυτο ένστικτο που έχουμε, το οποίο ενεργοποιείται σε δευτερόλεπτα, προκειμένου να δράσουμε και να διαφυλάξουμε τον εαυτό μας, είτε από σωματικό είτε από ψυχικό τραυματισμό. Είναι αξιοσημείωτο ότι πολλές φορές δεν αντιλαμβανόμαστε τους πραγματικούς κινδύνους. Φοβόμαστε πράγματα που δεν μπορούν να μας βλάψουν, ενώ αντιμετωπίζουμε αδιάφορα ή ψύχραιμα αυτά που όντως μπορούν να μας βλάψουν.
Θεωρούμε ότι ο φόβος είναι ένα πολύ κακό συναίσθημα, το οποίο δε χρειαζόμαστε, επειδή στην κακή του έκφανση μπορεί να μας κάνει να «παγώσουμε», να μην μπορούμε να αντιδράσουμε και να προστατευτούμε απ’ την επικείμενη κακοποίηση. Απ’ την άλλη πλευρά, το αίσθημα αυτό μπορεί να μας αφυπνίσει και να μας παρακινήσει να δράσουμε. Υπάρχει μέσα μας ακριβώς για να μη μείνουμε αδρανείς.
Στην αρχαία ελληνική μυθολογία, ο θεός Φόβος δεν έλειπε από καμία μάχη. Ερμηνευτικά, θα λέγαμε πως υπήρχαν δύο λόγοι. Αρχικά, για να ακινητοποιεί τη μια πλευρά και να μην μπορεί να αποκρούσει τις επιθέσεις, αλλά έπειτα, για να παρακινεί την άλλη πλευρά, λειτουργώντας ως κίνητρο να κερδίσει περισσότερα και όχι να χάσει.
Αδιαμφησβήτητα, έχει κι ο φόβος την καλή του πλευρά. Μας κάνει να προβλέπουμε και να προνοούμε κάθε κατάσταση που πρόκειται να μας προκαλέσει βλάβη ή θλίψη. Όταν φοβόμαστε κάτι άγνωστο που πρόκειται να ζήσουμε, ρωτάμε και ψάχνουμε γι’ αυτό, ώστε να μας γίνει πιο οικείο. Όταν φοβόμαστε σε κάποιο μέρος και μας δημιουργείται ανασφάλεια, μετακινούμαστε. Όταν φοβόμαστε ότι θα αποτύχουμε, επιστρατεύουμε κάθε δυνατό μέσο, ώστε να επιτύχουμε. Ο φόβος μας κάνει να αποστασιοποιούμαστε απ’ το κακό που έρχεται ή να το αντιμετωπίζουμε, αν έχει έρθει ήδη.
Θα λέγαμε πως έγκειται σε εμάς το πώς θα επιδράσει πάνω μας αυτό το συναίσθημα. Δε χρειάζεται να τα χάνουμε και να αφήνουμε στην τύχη το τι θα μας συμβεί. Δεν έχει καλό αποτέλεσμα να κλείνουμε το μυαλό, τα μάτια και τα αυτιά μας, γιατί αυτά ακριβώς χρειαζόμαστε! Με την αντίληψη και την κρίση, μπορούμε να αποφύγουμε ή να απεμπλακούμε από οτιδήποτε θα μας ταράξει ή θα μας φθείρει. Ένα συγκεκριμένο τμήμα του εγκεφάλου μας είναι αρμόδιο για το αίσθημα αυτό και ενεργοποιείται μόνο για να προφυλαχθούμε.
Επίσης, υπάρχουν κι οι περιπτώσεις που πάθαμε κάποιο κακό, αγνοώντας τον φόβο ή γενικά τον κίνδυνο και τρομοκρατούμαστε στην ιδέα του ότι μπορεί να μάς ξανασυμβεί. Απ’ τη μία δημιουργούμε ένα γερό τείχος γύρω μας μπροστά σ’ αυτό το κακό, αλλά απ’ την άλλη είναι τόσο ψηλό και γερό, που δε μας αφήνει να δούμε αν προστατευόμαστε από κάτι πραγματικά επικίνδυνο. Αυτό μπορεί να είναι αποτέλεσμα του ότι δεν αντιλαμβανόμασταν ποτέ τον συγκεκριμένο κίνδυνο και δρούσαμε αλόγιστα, ώσπου την πάθαμε αρκετές φορές και ξέρουμε πια, αλλά υπερβάλλουμε κιόλας. Ωστόσο, αν χρησιμοποιήσουμε την εμπειρία μας, είναι πολύ πιθανό να μη μας ξανασυμβεί και δε θα χάνουμε στιγμές λόγω ανασφαλειών μη γίνει πάλι το ίδιο. Αν πάρουμε ως παράδειγμα τις ερωτικές μας σχέσεις, δεν ωφελεί να είμαστε προκατειλημμένοι κι απόλυτοι∙ καλούμαστε να κρίνουμε με ποιον χρειάζεται να είμαστε επιφυλακτικοί και με ποιον όχι, για να μην αδικούμε τον άνθρωπο που έχουμε απέναντί μας, αλλά ούτε και τον εαυτό μας.
Ο Αριστοτέλης είχε διατυπώσει πως ως άνθρωποι, συχνά, δε φοβόμαστε μην προκαλέσουμε εμείς κάποιο κακό στους άλλους και κατ’ επέκταση στον εαυτό μας, παρά μόνο τρέφουμε φόβο για κάτι άσχημο που μπορούν να μας προκαλέσουν οι άλλοι. Αν φοβόμαστε με κρίση και μέτρο και στις δύο αυτές περιστάσεις, μπορούμε να προλάβουμε πολλά δεινά. Ενίοτε οι κοντινοί μας άνθρωποι μάς συμβουλεύουν να μη φοβόμαστε για να μας ενθαρρύνουν και να ανταπεξέλθουμε σε κάτι. Οι καλύτερες συμβουλές, πιθανότατα, θα ήταν να λέγαμε «Μη φοβάσαι!», στις περιπτώσεις που ο κίνδυνος είναι πλασματικός, και «Να φοβάσαι με εποικοδομητικό τρόπο», σ’ αυτές που πρέπει να είναι καλός σύμμαχος ο φόβος.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου