Ένα είναι το θέμα που απασχολεί όλους μας έστω μια φορά στη ζωή μας για λίγο, για πολύ ή για πάντα‧ άλλοι το χαίρονται, άλλοι το λαχταρούν κι άλλοι το καταριούνται με όλη τους την ψυχή! Μία λέξη, έξι γράμματα κι ένα κοκτέιλ αμφιθυμικών συναισθημάτων και τρελαμένων ορμονών: «έρωτας». Είναι μια απ’ τις έννοιες που κανένας δεν κατόρθωσε να προσδιορίσει με ακρίβεια, χρησιμοποιώντας έναν αυστηρό ορισμό. Οι χαρακτηρισμοί του δε, άπειροι και κάθε είδους. Το κυριότερο ζήτημα, ωστόσο, δε φαίνεται να είναι τόσο το πώς θα ορίσουμε τον έρωτα, αλλά το πώς ερωτευόμαστε κάποιον, τι μας συμβαίνει εκείνη τη μοιραία στιγμή.

Αναφερόμαστε σε έρωτα κεραυνοβόλο ή με την πρώτη ματιά, άλλοτε μιλάμε για έλξη να κάνουμε έρωτα σε κάποιον με την πρώτη ματιά και κάποτε συγχέουμε τη μία περίπτωση με την άλλη. Είναι μια πολύ σύνθετη διαδικασία το να αισθανθεί κάποιος ερωτευμένος με κάποιον, όπως μας εξηγούν μέσα απ’ τα αποτελέσματα και τα συμπεράσματα των ερευνών τους οι επιστήμονες αρκετών κλάδων. Ενίοτε οι διαφορετικές αυτές απόψεις φαίνεται είτε να αναιρούν η μία την άλλη είτε να έρχονται σε σύγκρουση. Το γεγονός αυτό δεν μπορεί να σημαίνει ότι έχει ειπωθεί κάτι με επιπολαιότητα, αλλά δηλώνει πόσο ρευστό είναι το θέμα και πόσες περιπτώσεις του υπάρχουν.

 

 

Ξεκινώντας απ’ την αρχή, το πρώτο θέμα είναι οι τρόποι δημιουργίας μιας ερωτικής έλξης. Τα αποτελέσματα πολλαπλών διεπιστημονικών ερευνών που διεξήχθησαν καταρρίπτουν πολλά κλισέ και πεποιθήσεις που είχαμε έως τώρα. Πιο συγκεκριμένα, έχουν καταλήξει στην κατάδειξη τριών -υποσυνείδητων συνήθως‒ παραγόντων που μας προξενούν τα ερωτικά αισθήματα. Οι παράγοντες αυτοί ονομάζονται μηχανισμοί έλξης κι αφορούν τη χημεία, την ψυχολογία και την κοινωνική ταυτότητα του καθενός.

Ο πρωταρχικός παράγοντας είναι η χημεία, καθώς μιλάμε για την πρώτη κοινωνική επαφή με κάποιον, που αν δε μας προξενούσε την ερωτική έλξη, μάλλον θα μας προξενούσε τη συμπάθεια και τη φιλική διάθεση. Απ’ τα πρώτα κοιτάγματα και τις πρώτες συζητήσεις αντιλαμβανόμαστε ότι δε βλέπουμε κάποιον άνθρωπο όπως όλους τους άλλους. Οι ψυχολόγοι υποστηρίζουν πως η ανάπτυξη των συναισθημάτων αυτών προκύπτει απ’ τις λειτουργίες του οργανισμού μας και τις ουσίες που εκκρίνονται στο σώμα μας. Σύμφωνα με την Ισπανίδα ψυχολόγο Angeles Sanz Yaque, η εξέταση του χαρακτήρα ενός εν δυνάμει ερωτικού συντρόφου έχει μεν καθοριστικό ρόλο, αλλά μετέπειτα.

Τον καθοριστικότερο ρόλο παίζει η τεστοστερόνη που απελευθερώνεται στο σώμα μας κατά την πρώτη οπτική επαφή. Έπειτα, δημιουργούνται κάποιες νευροχημικές αντιδράσεις στον οργανισμό μας, που επηρεάζουν τα συναισθήματά μας. Μετά από σχετική μελέτη, οι ειδήμονες κατέληξαν στο ότι εκκρίνεται στο σώμα μας η οξυτοκίνη, όταν είμαστε ερωτευμένοι, μελετώντας την «γλώσσα των προσωπικών μας στιγμών». Η ορμόνη αυτή δε βοηθά μόνο στο να αναπτυχθεί η αγάπη ανάμεσα σε μια μητέρα και το παιδί της, αλλά δρα με τον ίδιο τρόπο κι ανάμεσα στους ερωτευμένους ανθρώπους. Μάλιστα, η Ισπανίδα κλινική ψυχολόγος  Mila Cahue δήλωσε πως η οξυτοκίνη δεν εκκρίνεται μόνο κατά τη διάρκεια του τοκετού μιας γυναίκας, αλλά και κατά τον οργασμό ενός οποιουδήποτε ανθρώπου. Ενώ, σύμφωνα με ερευνητές του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου, η διατήρηση μόνιμων ερωτικών δεσμών έγκειται στην ορμόνη αυτή και λόγω χαμηλών ποσοστών αυτής κάποιοι δυσκολεύονται να παραμείνουν σε μια μακροχρόνια σχέση.

Άλλο ένα είδος ορμονών που θα παίξει καταλυτικό ρόλο στην ερωτική έλξη είναι οι φερομόνες. Αυτές οι ουσίες ξεκινούν να παράγονται κατά την εφηβική ηλικία από τους αδένες στο στόμα, στο στήθος, στις μασχάλες και στα γεννητικά όργανα. Έτσι, ο κάθε άνθρωπος αποκτά τη δική του «μυρωδιά-ταυτότητα», η οποία θα προκαλέσει την έλξη κάποιου, μέσω της όσφρησης. Οι επικεφαλείς της έρευνας του Ανώτατου Συμβουλίου Επιστημονικών Μελετών της Ισπανίας διατύπωσαν την άποψη πως οι άνθρωποι δεν επιλέγουν τους συντρόφους τους μόνο βάσει της μυρωδιάς, όπως τα ζώα, καθώς έχουν και τη λογική ως παράγοντα, αλλά παρακινούνται σε μεγάλο βαθμό απ’ τα ένστικτά τους και τις φερομόνες. Έτσι εξηγείται και το γεγονός πως μας τρελαίνει η μυρωδιά κάποιου αλλά κι η γεύση των φιλιών του!

Ο επόμενος μηχανισμός έλξης είναι εξίσου βαρυσήμαντος κι είναι η ψυχολογία που έχουν κι οι δύο πλευρές. Βάσει των λεγομένων της Mila Cahue, η ερωτική επιθυμία επηρεάζεται κι από νοητικές συνιστώσες, χωρίς να μπορούμε να εξηγήσουμε ακριβώς γιατί κάποιος συγκεκριμένος άνθρωπος μας κάνει να αισθανόμαστε όμορφα. Η αυτοπεποίθηση, η αυτοεκτίμηση κι η ισορροπία αποτελούν άκρως ελκυστικά στοιχεία ενός χαρακτήρα. Τα στοιχεία αυτά δημιουργούν μια αίσθηση αισιοδοξίας, ασφάλειας κι εμπιστοσύνης στον άνθρωπο που έχουμε απέναντί μας, με αποτέλεσμα να γινόμαστε ποθητοί. Γενικότερα, η ψυχολογική κατάσταση κάποιου, όταν είναι εμφανής στους γύρω του, θα τον χαρακτηρίσει ελκυστικό ή όχι. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι το συμπέρασμα της ψυχολόγου Aurora Garcia, η οποία αναφέρει ότι υπάρχουν κάποια γενικά πρότυπα ψυχολογικών προφίλ που θα οδηγήσουν στην επιλογή συντρόφου.

Επιπλέον, επιστημονική μελέτη Γερμανών ερευνητών, η οποία δημοσιεύτηκε στο επίσημο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ, υποδεικνύει ότι μας ελκύουν άνθρωποι που μπορούμε να κατανοήσουμε επαρκώς τις προθέσεις και τα συναισθήματά τους. Σύμφωνα με τα λεγόμενα της Silke Aders απ’ το τμήμα Νευρολογίας του Πανεπιστημίου του Λίμπεκ, αυτό οφείλεται στο γεγονός πως με τη συναισθηματική αλληλοκατανόηση τίθενται οι κατάλληλες βάσεις για τη δημιουργία επιτυχών σχέσεων. Επίσης, τόνισε πως δύο σύντροφοι χρειάζεται να γνωστοποιούν διαρκώς ο ένας στον άλλον τα κίνητρά τους, ώστε να προβλέπει ο ένας τη συμπεριφορά του άλλου και να προσαρμόζει βάσει αυτής, με αποτέλεσμα να επιτύχουν τον όποιο στόχο θέτουν από κοινού.

Η Aders, ως επικεφαλής της έρευνας, μαζί με συνεργάτες της κι ερευνητές πραγματοποίησαν μια μελέτη με 92 εθελοντές κι από τα δύο φύλα, κάνοντας συμπεριφορικά πειράματα κι αναλύοντας τις εγκεφαλικές λειτουργίες, μέσω της λειτουργικής μαγνητικής απεικόνισης. Διαπιστώθηκε, λοιπόν, πως όσο πιο έντονα βιώνουμε την κατανόησή μας απ’ το ταίρι μας, τόσο πιο πολύ απολαμβάνουμε την επαφή μαζί του, με αποτέλεσμα να αυξάνεται κατακόρυφα η έλξη. Αυτού του είδους η έλξη, όπως κι η αντίστοιχη απ’ την εξωτερική εμφάνιση κάποιου, έχει να κάνει με το νευρωνικό κύκλωμα «ανταμοιβής-απόλαυσης» του εγκεφάλου μας.

Τέλος, πέραν της σωματικής και ψυχολογικής αλληλεπίδρασης δύο ανθρώπων, σημαντικός παράγοντας είναι η κοινωνική και πολιτισμική ταυτότητα κάποιου. Στο κοινωνικό προφίλ παρατηρείται η μόρφωση, το πνευματικό επίπεδο κι συμπεριφορά, ενώ στις πολιτισμικές καταβολές εξετάζεται η κουλτούρα κι ενίοτε η εθνικότητα κι η θρησκεία. Παράλληλα, μεγάλο ρόλο φαίνεται να παίζει τελικά κι η διαφορά ηλικίας, καθώς το μικρό ή το μεγάλο χάσμα που τυχόν υπάρχει δρα καταλυτικά στην επιλογή ενός συντρόφου και στην ερωτική προσέγγισή του.

Η κυριότερη αιτία γι’ αυτού του είδους τα κριτήρια είναι η συμβατότητα στην επικοινωνία κι αλληλεπίδραση δύο ανθρώπων. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου διαμορφώνουν μεγάλο κομμάτι της ζωής του, όσον αφορά στην καθημερινότητά του και την οργάνωση αυτής, αλλά και τις αξίες κι ηθικές που έχει διαμορφώσει. Όταν ο τρόπος ζωής δεν συμπίπτει ή δεν βρίσκεται κοντά του ενός με του άλλου, τότε δημιουργούνται κάποια αντικειμενικά προβλήματα. Μεγάλο ρόλο παίζουν και τα στερεότυπα, όταν βρισκόμαστε μπροστά σε κάποια περίπτωση αναντιστοιχίας με την δική μας ταυτότητα. Υπάρχουν απλά κάποια στεγανά στο μυαλό μας που δεν μας επιτρέπουν να δούμε όλες τις κατηγορίες ανθρώπων ισάξια. Φυσικά, πάντα υπάρχουν και περιπτώσεις ανθρώπων που δεν έχουν τέτοια κριτήρια, αλλά παραδέχονται ότι είναι αισθητή η διαφορά τους, σε σχέση με τις διατροφικές συνήθειες για παράδειγμα, έως και τις αντιλήψεις για το τι είναι θεμιτό και τι όχι να κάνει κάποιος ως μονάδα, όντας σε σχέση με κάποιον.

Σε ό,τι έχει να κάνει με τα στερεότυπα γενικότερα, τα οποία διαμορφώθηκαν και κατά κάποιο τρόπο «ορίζουν» την ερωτική έλξη, έχει τοποθετηθεί ο καθηγητής Κοινωνικής Ψυχολογίας Βίρεν Σουάμι. Πρώτα-πρώτα, καταρρίπτει τον μύθο του ότι τα ετερώνυμα έλκονται. Πιστεύει πως είναι πιο πιθανό να δημιουργηθούν συναισθήματα ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που τείνουν να έχουν κοντινή ηλικία, κοινωνικό περιβάλλον, παρόμοια επαγγελματική σταδιοδρομία και συγκλίνουσες απόψεις. Άρα, οι ομοιότητες είναι που ελκύουν τον έναν προς τον άλλον, όχι οι αντιθέσεις τους.

Είναι, επίσης, πιο πιθανό να μας γοητεύουν άνθρωποι που μας δείχνουν κάποια συμπάθεια, λόγω της ανάγκης για αμοιβαιότητα. Οπότε, θεωρεί πως δεν είναι καλή η ερωτική πρακτική του να το παίζει κάποιος απόμακρος ή μη συμβατός‧ άκυρη η συμβουλή του φτυσίματος και του γραμματόσημου! Όσο για το ότι η εμφάνιση μετράει, ο Σουάμι πιστεύει πως στην πρώτη φάση της σχέσης είναι ένας καταλυτικός παράγοντας, όμως αργότερα, άπαξ κι εκτιμήσουμε τον άνθρωπό μας για την ποιότητά του, θα μας φαίνεται ακόμη πιο όμορφος.

Τα κλισέ στα οποία θα βρούμε σύμφωνο τον Βίρεν Σουάμι είναι: το «μάτια που δε βλέπονται, εύκολα ξεχνιούνται», γνωρίζοντας τους σύγχρονους τρόπους διαδικτυακής ερωτικής αλληλεπίδρασης αλλά εμμένοντας στο ότι η απόσταση επηρεάζει την έκβαση μιας πρώτης εξ αποστάσεως σχέσης, αφού το ζευγάρι δεν έχει τόσες συχνές πιθανότητες σωματικής επαφής, και το ότι ο έρωτας είναι τυφλός, καθώς είναι πολλοί οι παράγοντες που επηρεάζουν την άποψή μας για την ομορφιά, από την επίδραση της κατανάλωσης αλκοόλ έως και τη μεροληψία μας απέναντι σε κάποιον που αρχίσαμε πρόσφατα να συνδεόμαστε.

Αυτά και πολλά περισσότερα συμπεράσματα επιστημών που αποφάσισαν να εξηγήσουν τον έρωτα έρχονται στην επιφάνεια ανά διαστήματα. Το κίνητρο των επιστημών στο να βρεθεί η άκρη του νήματος είναι το πόσο πολύπλοκο είναι και πόσο ακόμη δρόμο έχουμε για να κατανοήσουμε πλήρως τη συμπεριφορά μας και να περιγράψουμε τα συναισθήματά μας. Βέβαια, όσα έχουν διατυπωθεί έως τώρα δεν αποτελούν αυστηρούς «κανόνες», καθώς είναι διαφορετικά τα δεδομένα για τον καθένα. Τα δευτερόλεπτα αυτά που βλέπουμε κάποιον άνθρωπο και νιώθουμε έλξη δεν έχουν εξηγηθεί έως τώρα, καθώς παίζουν πολλά ρόλο, από τους γενετικούς παράγοντες κάποιου έως την συναισθηματική του εκπαίδευση. Οπότε, έως ότου λυθεί κι αυτό, ας κρατήσουμε ο καθένας τον έρωτά του ως ορισμό. Αργότερα, βλέπουμε.

 

Συντάκτης: Ελένη Βαλαβάνη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου