To θέμα των εξ αποστάσεως σχέσεων είναι αρκετά αμφιλεγόμενο, καθώς σε πολλές πτυχές της οι απόψεις των ανθρώπων διίστανται. Κάποιοι απ’ αυτούς θεωρούν αδιανόητο κι ακατόρθωτο να υποστηρίξουν μια τέτοια σχέση, ενώ κάποιοι άλλοι πιστεύουν πως όταν υπάρχει αγάπη και θέληση κι απ’ τις δυο πλευρές, τότε τα χιλιόμετρα δεν υφίστανται ως εμπόδιο. Είναι αυτονόητο ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα της επιλογής στο είδος της σχέσης που θέλει σε ερωτικό επίπεδο. Σε οικογενειακό επίπεδο, όμως, υπάρχει δικαίωμα επιλογής;
Θεωρητικά, θα λέγαμε ότι η επιλογή βρίσκεται στο ποιος θα είναι ο άνθρωπος με τον οποίο θα δημιουργήσεις οικογένεια και στο είδος του επαγγέλματος που ασκεί ο καθένας∙ δηλαδή το αν το επάγγελμα αυτό θα καθιστά απαραίτητη τη μακρόχρονη απουσία του ενός γονέα. Πρακτικά, δεν είναι συναισθηματικό κριτήριο επιλογής του συζύγου η εργασία του και φυσικά, όταν έχουμε χαράξει μια επαγγελματική πορεία πολύ δύσκολα μπορούμε να την αφήσουμε για κάποια άλλη. Ιδίως, αν αγαπάμε αυτό με το οποίο ασχολούμαστε ή κι αν αποκτούμε σημαντικά έσοδα απ’ αυτό.
Όταν, λοιπόν, ένας άνθρωπος σε ιδιαίτερο κλάδο εργασίας δημιουργεί μια οικογένεια, τότε δημιουργείται και μια σχέση εξ αποστάσεως μεταξύ του ζευγαριού, αλλά και μεταξύ του γονέα και των παιδιών. Φυσικά, δε γίνεται αναφορά στους ανθρώπους που λείπουν ατελείωτες ώρες στη δουλειά, αφού κάποια στιγμή μες στη μέρα γυρίζουν σπίτι. Αναφερόμαστε στους ανθρώπους που αναγκάζονται να λείπουν για εβδομάδες έως και μήνες. Φυσικά, σε κάθε περίπτωση μη τήρησης συγκεκριμένου ωραρίου στην εργασία μας μπορούν να δημιουργηθούν προβλήματα και συναισθηματικές αποστάσεις, αλλά όσο πιο μεγάλα τα χρονικά διαστήματα απουσίας ενός γονέα, τόσο μεγαλύτερες κι οι συναισθηματικές αποστάσεις, όπως και τα προβλήματα.
Αν η ερωτική σχέση εξ αποστάσεως θεωρείται επώδυνη, η οικογενειακή σχέση εξ αποστάσεως μπορεί να θεωρηθεί δυσβάσταχτη. Όσο κι αν έχει ο γονέας το μυαλό και την καρδιά στην οικογένειά του, η απουσία του απ’ το σπίτι είναι αισθητή από πολλές πλευρές. Δεν είναι μόνο ότι ο άλλος γονέας μαθαίνει να κοιμάται και μόνος του και να αγνοεί τις συντροφικές του ανάγκες, αλλά υποχρεώνεται και να λειτουργεί με διπλό ρόλο στην οικογένεια, αναλαμβάνοντας σχεδόν όλες τις υποχρεώσεις που έχουν κι οι δυο γονείς μαζί και προσπαθεί να τα καταφέρνει μόνος, ό, τι κι αν συμβεί.
Βέβαια, έτσι δεν μπορεί να αντικατασταθεί η συμβολή του δεύτερου βασικού παράγοντα της οικογενείας, καθώς η προσαρμοστικότητα μπορεί να επιτευχθεί μόνο σε κάποια ποσοστά και περιστάσεις, αφού εκ των πραγμάτων είναι διαφορετικοί ο μπαμπάς κι η μαμά. Δίνουν διαφορετικές συμβουλές κι αγκαλιές, έχουν διαφορετική αντιμετώπιση στις καταστάσεις που προκύπτουν. Ό, τι κι αν συμβαίνει στα νεότερα μέλη της οικογένειας, χρειάζονται και τους δύο, λόγω αυτής της ισορροπίας που δημιουργείται από την στάση και δράση του καθενός κι αυτά που συνεπάγονται αυτών.
Όσο μεγάλες κι αν είναι οι οικονομικές ανάγκες ή απαιτήσεις, πώς μπορούν τα χρήματα να αντικαταστήσουν έναν άνθρωπο, ιδιαίτερα με την ιδιότητα του γονέα; Μπορεί ένα παιδί να μεγαλώνει με τα καλύτερα και τα περισσότερα αγαθά, στο πιο όμορφο σπίτι, όμως δε θα είναι λιγότερο λυπημένο ή απογοητευμένο, εξαιτίας της πραγματικής του έλλειψης. Μπορεί να μην έχει οικονομικά προβλήματα, αλλά αποκτά άλλα προβλήματα. Σε κάθε επίτευγμα, σχολική εορτή, γενέθλια ή δύσκολη στιγμή, η απουσία του γονέα είναι αισθητή. Πόσο μάλλον σε κοινωνικές εκδηλώσεις, όπου το παιδί φαίνεται να διαθέτει τα πάντα, αλλά θέλει μόνο αυτό που δεν έχει, σε αντίθεση με όλα τα άλλα παιδιά γύρω του. Εννοείται πως δεν είναι κακομαθημένο∙ του λείπει ο δικός του άνθρωπος που θα ήθελε να παρευρίσκεται εκεί.
Εκτός απ’ τη νοητή-οικονομική παρουσία του απόντος γονέα, τα παιδιά προσδοκούν και την τηλεφωνική παρουσία του γονέα, καθώς είναι η κοντινότερη επαφή που μπορούν να έχουν μαζί του. Αυτά τα λεπτά που δύνανται να επικοινωνήσουν μέσω βίντεο-κλήσης, στην καλύτερη των περιπτώσεων, όταν το επιτρέψουν οι συνθήκες εργασίας του γονέα, μπορούν να δώσουν τόσο μεγάλη χαρά στο παιδί, όσο μεγάλη είναι κι η στενοχώρια του στο τέλος της κλήσης. Κι αμέσως μετά ξεκινά πάλι η αναμονή κι η αγωνία για την επόμενη επικοινωνία, έως ότου επιστρέψει στο σπίτι ο απών.
Φυσικά, η μέρα επιστροφής θυμίζει γιορτή, καθώς όλη η οικογένεια χαίρεται και προετοιμάζεται για τον επικείμενο ερχομό του γονέα. Αυτό το κλίμα επικρατεί μέχρι να περάσει το πρώτο διάστημα και να συνειδητοποιήσει το κάθε μέλος της οικογένειας ότι διαμορφώνει μια νέα καθημερινότητα, όπου υπάρχει ένας άνθρωπος ακόμη, ο οποίος θα την επηρεάζει, συμμετέχοντας ενεργά σ’ αυτήν. Εκτός απ’ τα ευχάριστα συμβάντα, δημιουργούνται και κάποιες αναταραχές, εφόσον αλλάζουν οι συνήθειες και τα δεδομένα. Λόγω όλων αυτών, τα μέλη της οικογένειας που ήταν ανέκαθεν μια γροθιά αναρωτιούνται ενδόμυχα αν έγιναν καλύτερα ή όχι μ’ αυτήν την επιστροφή. Η φάση αυτή θα λάβει τέλος τη στιγμή που θα πρέπει να αποχωρήσει και πάλι ο γονέας και τα παιδιά θα μετανιώσουν για κάθε τέτοια σκέψη. Οι παρακλήσεις να μη φύγει δεν πιάνουν τόπο, διότι «πρέπει» να φύγει και τη θέση του να πάρει και πάλι η θλίψη, μαζί με την παλιά καθημερινότητα.
Όλες αυτές οι εναλλαγές στις διαθέσεις και στην ψυχολογία των παιδιών έχουν ως αντίκτυπο μια μόνιμη συναισθηματική κατάσταση, ανάλογα με την ηλικία τους. Στην νεότερη ηλικία, τα παιδιά έχουν συνεχώς αμφιθυμικά αισθήματα, ως έφηβοι είναι θυμωμένοι κι ως ενήλικες βρίσκονται σε άρνηση για την πάγια ανάγκη τους. Η καταπίεση που υπέβαλαν τα ίδια τα παιδιά στον εαυτό τους, ώστε να μη σκέφτονται και πληγώνονται, τα κάνουν να είναι σχεδόν μονίμως σε σύγχυση, μη γνωρίζοντας τι τους φταίει∙ σαν να ξέχασαν!
Εκτός αυτών, κατά την ενηλικίωσή τους, κάποιες φορές τα παιδιά υιοθετούν τους ρόλους που προσπαθούν να αποφύγουν∙ όντας μοναχικά ή έχοντας τάσεις φυγής. Αναπαράγουν πράξεις και στάσεις των γονέων τους, χωρίς να το αντιλαμβάνονται, ώστε να δημιουργήσουν ένα οικείο γι’ αυτά περιβάλλον, εξακολουθώντας να πληγώνουν τον εαυτό τους. Ίδιες καταστάσεις, με διαφορετικά πρόσωπα ως πρωταγωνιστές. Δεν είναι τυχαίο το ότι μεγάλο ποσοστό ανθρώπων που είχαν μια οικογενειακή σχέση εξ αποστάσεως επιδιώκουν να έχουν κι ερωτικές σχέσεις εξ αποστάσεως. Ενίοτε τα παιδιά οδηγούνται και στην αναζήτηση του ανθρώπου που τους λείπει, ανάμεσα στους ερωτικούς τους συντρόφους.
Η επιρροή των παρόντων ή απόντων κηδεμόνων στα παιδιά είναι τεράστια, καθώς το οικογενειακό περιβάλλον είναι το πρωταρχικό μέσο κοινωνικοποίησης, όπως αναφέρεται από την επιστήμη της κοινωνιολογίας. Τα πρότυπα που ξεκινά να δημιουργεί ο κάθε άνθρωπος προέρχονται από την οικογένεια και παρ’ ότι είναι σε θέση να αναθεωρήσουν πολλά συστατικά τους σε ώριμη ηλικία, είναι πάρα πολύ δύσκολο να αλλάξουν. Δημιουργείται γι’ αυτά τα παιδιά, ένας αέναος κύκλος ροής πραγμάτων –άρα και ζωής– , ο οποίος όμως τα τρώει, δεν τα θρέφει.
Το ερωτήματα, λοιπόν, που προκύπτουν είναι τα εξής: Είναι πιο σημαντική η οικονομία ή η οικογένεια; Τι αξίζει να θυσιάζει κανείς; Οι απαντήσεις σ’ αυτά δίνονται καθημερινά απ’ τον καθένα μας στον ανάλογο δέκτη. Όλοι γνωρίζουμε και βιώνουμε τη δύσκολη κατάσταση που επικρατεί σ’ όλο τον κόσμο, αλλά αν υπενθυμίζαμε πού και πού στον εαυτό μας ποια είναι η πραγματική αξία της ζωής, μια ολόκληρη κοινωνία θα γινόταν λίγο λιγότερο δυστυχισμένη.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου