Θα λέγαμε ότι έχει γίνει σύνηθες να περιγράφουμε καθημερινές κακοτυχίες, αναποδιές ή περίεργα περιστατικά ως γεγονότα που μας επιβάρυναν πολύ ψυχολογικά, για να προσδώσουμε μια χιουμοριστική χροιά στα λεγόμενά μας. Έχει γίνει σούπα πια το να λέμε ότι το τάδε μας στιγμάτισε ή ότι είχαμε τη δείνα τραυματική εμπειρία, απλώς επειδή μπορεί να παρακολουθήσαμε ένα αλλόκοτο βίντεο π.χ. Φαίνεται πως ο μόνος τρόπος να μιλήσουμε σοβαρά γι’ αυτό το ζήτημα είναι μάλλον να επικοινωνήσουμε κάποιο παιδικό μας τραύμα, συχνά με χιούμορ.
Το ότι δεν αναρωτιόμαστε γιατί αντιμετωπίζουμε τα ψυχολογικά τραύματα με τέτοιο τρόπο δείχνει ακριβώς πόσο σοβαρό είναι στην πραγματικότητα το ζήτημα. Φυσικά, είναι ένας τρόπος αυτόματης άμυνας που χρησιμοποιούμε για να προφυλαχτούμε απ’ τα κατάλοιπα ενός τέτοιου αρνητικού βιώματός μας. Πριν, όμως, αναφερθούμε στην αντιμετώπιση, τι ακριβώς είναι το μη ορατό τραύμα και για πόσο καιρό επηρεάζει την ψυχολογία μας;
Τα ψυχολογικά τραύματα χωρίζονται σε κατηγορίες, στα απλά και στα σύνθετα κι έπειτα σε επιμέρους υποκατηγορίες. Σε πρώτη φάση, θα μπορούσαμε να περιγράψουμε τον όρο αυτό ως μια απρόσμενη αρνητική εμπειρία που πλήττει έντονα τον συναισθηματισμό ενός ανθρώπου, προκαλώντας του κατά κύριο λόγο πόνο, δυσφορία κι άλλα δυσάρεστα συναισθήματα. Μετά από μια τραυματική εμπειρία είναι πολύ πιθανό ένα άτομο να αποκτήσει φοβίες, ψυχολογικά σύνδρομα ή κι ένα συγκεκριμένο μοτίβο συμπεριφοράς που χρησιμοποιεί ως μέσο προφύλαξης του εαυτού του από την έκθεση σε αντίστοιχα περιστατικά και τις επερχόμενες απόρροιές τους. Πολλοί άνθρωποι βρίσκονται σε άγνοια για το ότι κουβαλάνε κάποιο εσωτερικό τραύμα και διατηρούν αντίστοιχα μια τακτική προστασίας απ’ αυτό.
Τα απλά –χαρακτηριζόμενα έτσι μόνο για να ξεχωρίσουν απ’ τα άλλα– τραύματα προκαλούνται πιο συχνά από περιστατικά που σχετίζονται με το θάνατο, ατυχήματα, φυσικές καταστροφές, παρακολούθηση ή μαρτυρία δυστυχημάτων ή βι@ιοπραγιών και κάθε μορφής κακοποίησης ή παραμέλησης, που αφήνουν το άτομο με μια ανασφάλεια κι ένα αίσθημα φόβου ή και συχνά μαλθακότητα. Ακριβώς επειδή είναι κάτι που δεν έχει βιώσει ξανά, δεν το έχει επεξεργαστεί και δε γνωρίζει με ποιον τρόπο να το διαχειριστεί, ανταποκρίνεται σ’ αυτό παραλύοντας, συναισθηματικά χαωμένο ή ταραγμένο. Είναι εύλογο πως δε θα ήταν ποτέ προετοιμασμένος κάποιος για ν’ αντιμετωπίσει διαφορετικά μια παρόμοια μελλοντική τραυματική εμπειρία, δεδομένου ότι δεν έχει συνειδητοποιήσει κι αποδεχτεί πλήρως το τι του έχει συμβεί. Είναι τόσο έντονα φορτισμένος, που η μνήμη του δε συγκρατεί όλα τα δεδομένα, ακόμη και μετά το πέρασμα λεπτών απ’ το περιστατικό.
Όταν κάποιος τραυματισμένος ψυχολογικά άνθρωπος καλείται να περιγράψει την επίμαχη στιγμή, βρίσκεται σε θέση να παρουσιάσει τα δεδομένα σαν ένα συνονθύλευμα πληροφοριών, πολλές φορές ασύνδετων μεταξύ τους, με αρκετά κενά, δημιουργώντας εύλογα απορίες. Δεν μπορεί να αφηγηθεί τα γεγονότα με αρχή, μέση και τέλος, όπως θα έκανε για να περιγράψει την εξέλιξη μιας απλής καθημερινής του ημέρας ή κάποιας ωραίας εμπειρίας του, που τον γέμισε με όμορφα συναισθήματα. Έτσι, έχει προκύψει σε πολλές περιπτώσεις παρενοχλήσεων ή και κακοποιήσεων, οι οποίες κατέληξαν στα δικαστήρια, να αθωώνεται ο κατηγορούμενος, επειδή ο κατήγορος δε βρισκόταν σε θέση να περιγράψει με χρονική ακρίβεια και διεξοδική ανάλυση το κακοποιητικό συμβάν, οπότε η μαρτυρία θεωρήθηκε αναληθής.
Για την υποστήριξη της θέσης του ότι η μνήμη αποβάλλει πολλά ή όλα τα δεδομένα ενός τέτοιου γεγονότος, διεξήχθησαν δύο έρευνες. Η πρώτη, με επικεφαλής την ερευνήτρια Dr Linda Meyer Williams, πραγματοποιήθηκε κατά τη δεκαετία του 1970, παίρνοντας συνεντεύξεις από 206 σ3χουαλικώς κακοποιημένα κορίτσια, μεταξύ 10-12 ετών, με αποθηκευμένο ιατρικό ιστορικό που το αποδείκνυε. Στο πέρασμα δεκαεπτά ετών, η ερευνήτρια έψαξε και βρήκε τις 136 πλέον γυναίκες που είχαν συμμετάσχει στην έρευνά της ως παιδιά. Το ποσοστό του 38% εξ αυτών αδυνατούσε να επαναφέρει στη μνήμη του και να αφηγηθεί το δυσάρεστο αυτό γεγονός, ενώ το 12% απ’ αυτές αρνούνταν πως έχει κακοποιηθεί ως παιδί. Το συμπέρασμα που κατόρθωσε να εξάγει η ερευνήτρια ήταν πως όσο πιο μικρή ήταν η ηλικία του θύματος, τόσο πιο θολό ήταν το περιστατικό στο μυαλό του ως ενήλικα.
Η δεύτερη έρευνα πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του 1990, απ’ τον Ολλανδό ψυχίατρο Bessel Van der Kolk, με τη βοήθεια συναδέλφων του. Σκοπός τους ήταν να εξετάσουν τη λειτουργία της μνήμης σε όμορφα συμβάντα, όπως οι προσωπικές επιτυχίες κι οι στιγμές με τα αγαπημένα τους πρόσωπα, σε αντιπαραβολή με τη λειτουργία της σε άσχημα περιστατικά, όπως οι τραυματικές εμπειρίες. Οι ερωτηθέντες κλήθηκαν να περιγράψουν μια καλή εμπειρία τους κι έπειτα να απαντήσουν στο αν είχαν κάποιες συγκεκριμένες ανακαλούμενες στιγμές στον νου τους ή κάποια σωματική αίσθηση, όπως οι μυρωδιές, οι ήχοι κι οι υφές. Η ροή της εξιστόρησης των γεγονότων τούς καθιστούσε σαφείς, ενώ δεν υπήρξαν περιπτώσεις που να θυμούνταν κάποιο χαρακτηριστικό άρωμα ή ήχο.
Αντίθετα, κατά την εξιστόρηση ενός τραυματικού περιστατικού, όντες οι περισσότεροι σ3χουαλικώς κακοποιημένοι, δεν κατόρθωσαν να εξιστορήσουν τα περιστατικά ολοκληρωμένα και με τη σειρά, ενώ είχαν ξεχάσει τελείως βασικά σημεία τους. Φυσικά, δε θα μπορούσε να ασκηθεί πίεση στο να θυμηθούν περισσότερα για το κακό τους βίωμα, καθώς αυτό θα μπορούσε να είναι πολύ επιζήμιο για την ψυχολογία τους και τη συναισθηματική τους σταθερότητα. Στην ίδια ερώτηση για τα αρνητικά βιώματα υπήρξαν πολλές απαντήσεις με ενθυμούμενες σωματικές αισθήσεις, όπως πώς ήταν η μυρωδιά του θύτη για παράδειγμα. Το συμπέρασμα που κατέληξαν οι ψυχίατροι ήταν πως οι θετικές αναμνήσεις μας οργανώνονται με διαφορετικό τρόπο στο νου μας απ’ τις αρνητικές, ενώ υπάρχει μεγάλη διαφορά στην ποιότητα της περιγραφής τους.
Οι απαντήσεις των επιστημόνων αυτών σ’ αυτό το ζήτημα δίνουν απάντηση στο γιατί ή πώς θυμήθηκε κάποιος πέντε, δέκα ή εικοσιπέντε χρόνια αργότερα ότι κακοποιήθηκε και το καταγγέλλει. Επίσης, άλλοι επιφανείς επιστήμονες της ψυχολογίας, όπως ο Sigmund Freud, υποστήριξαν πως πολλοί άνθρωποι αποβάλλουν τελείως από τη μνήμη τους κάποιο τραυματικό συμβάν και προκύπτει να το επαναφέρουν χρόνια μετά, νιώθοντας ότι χάνουν τη λογική τους με τα επίπονα ή κι εκδικητικά συναισθήματα που τους δημιουργούνται. Η πιο συχνή διαχείριση ενός τραύματος είναι το καταχώνιασμά του στο πίσω μέρος του μυαλού μας, με κάποιες σχετικές αναβιώσεις που κάτι κακό μας θυμίζουν, κι η πλήρης συνειδητοποίησή του σε κάποια φάση της ζωής μας που έχουμε αρχίσει να το αντιλαμβανόμαστε απ’ τις πράξεις μας κι ό, τι αυτές συνεπάγονται. Βέβαια, για τον εντοπισμό της ύπαρξής του και την αναγνώριση του είδους του είναι απαραίτητη η βοήθεια ενός ιατρού ή συμβούλου ψυχικής υγείας.
Έχοντας λάβει γνώση για όλα αυτά σχετικά με το απλό τραύμα, είναι άξιο απορίας τι ισχύει για τα σύνθετα τραύματα. Με απλά λόγια, το σύνθετο τραύμα ορίζεται ως βίωμα ενός συνόλου επαναλαμβανόμενων τραυματικών εμπειριών μιας μικρής ή μεγάλης ομάδας ανθρώπων κι αυτές σχετίζονται με τη βία, τον εθiσμό και την οικονομική εξαθλίωση. Στις πλείστες των περιπτώσεων, πρόκειται για ανθρώπους προερχόμενους από λαούς που στο παρελθόν υπέστησαν εχθροπραξίες εναντίον τους. Τα σύνθετα τραύματα χωρίζονται σε ιστορικά και διαγενεακά.
Στην πρώτη περίπτωση, επιρρεπείς στην απόκτηση ενός ιστορικού τραύματος είναι άνθρωποι που ως κοινότητα αντιμετωπίζονται από ένα διαφορετικό σύνολο ανθρώπων κακόβουλα και με κακεντρέχεια. Τέτοια περιστατικά εντοπίζονται σε χώρες ή περιοχές με εθνικές ή κάθε είδους μειονότητες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα θα μπορούσαν να αποτελούν οι Κούρδοι στην Τουρκία και σίγουρα οι άνθρωποι σε χώρες σε εμπόλεμη κατάσταση. Οι άνθρωποι που ζουν μ’ αυτά τα τραύματα είναι πολύ πιθανό να έχουν ως επιπτώσεις στην ψυχολογία τους χρόνιο άγχος, κατάθλιψη, χαμηλή αυτοεκτίμηση, βι@ιότητα.
Το διαγενεακό τραύμα, ίσως το πιο ιδιαίτερο, αφορά τη μεταφορά μιας τραυματικής εμπειρίας από κάποιον που τη βίωσε στις επόμενες γενιές. Την εμπειρία αυτή μπορεί να βίωσε ένας μόνο άνθρωπος, μια οικογένεια ή μια ολόκληρη κοινότητα. Δεν έχει καταστεί ακόμη απόλυτα σαφές με ποιον τρόπο ακριβώς μεταφέρεται αυτή η εμπειρία και τα συναισθήματά της σ’ έναν άνθρωπο που δεν τα έχει βιώσει, ωστόσο αν γνωρίζουμε την ιστορία των ομάδων που τη διατηρούν, νιώθουμε κι οι ίδιοι μια αναταραχή ή έστω μια ενόχληση μέσα μας. Ο λόγος γίνεται για τις οικογένειες των επιζώντων του Ολοκαυτώματος, της γενοκτονίας των Αρμενίων, του μεγάλου λοιμού στην Ουκρανία, ιθαγενών στον Καναδά και την Αυστραλία κι άλλων μειονοτήτων που κακομεταχειρίστηκαν ακραία. Στην κάθε μια απ’ αυτές τις ομάδες παρατηρήθηκαν διαφορετικά αλλά και κοινά ψυχικά προβλήματα, όπως και στο συμπεριφορικό επίπεδο ως κοινότητες. Η δημιουργία των λεγόμενων γκέτο, η καχυποψία κι έλλειψη εμπιστοσύνης σε διαφορετικές ομάδες καλά κρατεί ακόμη. Ένα θετικό αποτέλεσμα που θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε σ’ όλη αυτήν τη δυσάρεστη κατάσταση είναι το έντονο συναισθηματικό δέσιμο μεταξύ των ατόμων.
Ο βαθμός στον οποίο θα επηρεαστεί ψυχολογικά ένας άνθρωπος από ένα τραύμα και το χρονικό πλαίσιο στο οποίο θα βιώνει τις συνέπειές του δεν εξαρτάται μόνο απ’ το μεμονωμένο γεγονός που το προκάλεσε. Σημασία έχει η ηλικία του, το κοινωνικό του πλαίσιο, η τρέχουσα ψυχολογική του κατάσταση και τα γεγονότα που επήλθαν του τραυματικού συμβάντος. Ενίοτε οι άνθρωποι υποφέρουν για όλη τους τη ζωή απ’ αυτό. Τέτοιες περιπτώσεις ανθρώπων είναι αυτές που δεν έχουν αναπτύξει κάποιον μηχανισμό άμυνας απέναντι στο τραυματικό γεγονός, αλλά έχουν διαμορφώσει μια κακοποιητική πραγματικότητα, χωρίς να το συνειδητοποιούν. Αναζητούν συνεχώς την κακομεταχείριση από κάθε είδους σχέση τους, πιστεύοντας πως αυτή είναι η ζωή κι έτσι είναι οι άνθρωποι, σαν να αποδέχονται κάποιο ελάττωμά τους κι επικεντρώνονται στα ελάχιστα θετικά σημεία που διακρίνουν, με τη δική τους κρίση.
Το να αναγνωρίσουμε και να αποδεχθούμε ότι έχουμε κάποιο συγκεκριμένο τραύμα, όπως και το να μάθουμε να ζούμε μ’ αυτό, χωρίς τις επιβλαβείς για εμάς επιρροές του, είναι μια πολύ μεγάλη και δύσκολη κατάκτηση, που χρειάζεται σκληρή προσωπική διεργασία και καθοδήγηση από αρμόδιους αποκατάστασης της ψυχολογίας. Πολλοί ψυχολόγοι και ψυχίατροι έχουν δηλώσει πως είναι σχεδόν αδύνατο να ξεπεραστεί κάποιο ψυχολογικό τραύμα μόνο με τη δουλειά που κάνει ο καθένας με τον εαυτό του, όσο κι αν το προσπαθεί. Δεν είναι σπάνιο να προκαλούμε περαιτέρω κακό στον εαυτό μας, αναλύοντας τέτοιου είδους θέματα κι εξάγοντας αναληθή συμπεράσματα, ενώ αυτό που θέλουμε να επιτύχουμε είναι να είμαστε υγιείς, ήρεμοι και τελικά, ελεύθεροι.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου