Απ’ την πιο νεαρή μας ηλικία έως τη μεγαλύτερη, μία απ’ τις δραστηριότητες που δε σταματάμε να κάνουμε είναι το να συζητάμε και ν’ ανταλλάσσουμε απόψεις. Μάλιστα, μέσω αυτής της δραστηριότητας, διαμορφώνεται κατά βάση ο κοινωνικός μας κύκλος και διαχωρίζονται οι άνθρωποι στη ζωή μας, που είτε ξεχωρίζουμε είτε αποκλείουμε απ’ αυτόν. Όσο μαθαίνουμε τις απόψεις κάποιου ανθρώπου, τόσο περισσότερο μπορούμε να ισχυριστούμε ότι τον γνωρίζουμε. Οι απόψεις μας με αυτές των συνομιλητών μας, ή θα συγκλίνουν ή θα αποκλίνουν και φαίνεται πως αυτές είναι βασικές παράμετροι για τις επιλογές μας.
Αφού, λοιπόν, διαπιστώσουμε ότι μπορούμε να συζητήσουμε με κάποιον άνθρωπο, χωρίς να χρειαστεί να λογομαχήσουμε με την παραμικρή αφορμή ή διαφωνία, αρχίζουμε να του δείχνουμε λίγη περισσότερη εμπιστοσύνη, ζητώντας τις συμβουλές του σε οποιασδήποτε φύσεως θέμα μας απασχολεί. Συνήθως, το ίδιο κάνει κι εκείνος. Πολλές φορές, νιώθοντας ανήμποροι να πάρουμε κάποια απόφαση ή απεγνωσμένοι για το πώς να κινηθούμε λεκτικά ή πρακτικά, μας φαίνονται «χρυσές πλατίνες» οι συμβουλές που λαμβάνουμε και αρχίζουμε να βλέπουμε με περισσότερη εκτίμηση τον άνθρωπο που μας τις παρέχει. Πιστεύουμε πως αυτός δύναται να πράττει ορθότερα στις προσωπικές του υποθέσεις και πως η καθοδήγησή του είναι κάτι παραπάνω από χρήσιμη. Ενίοτε, αναλαμβάνουμε κι εμείς τον ρόλο του συμβουλάτορα, όταν το έχει κάποιος φίλος μας ανάγκη.
Εντούτοις, αναρωτηθήκαμε ποτέ πώς αυτός που δίνει συμβουλές έφτασε να έχει, έστω φαινομενικά, μια πιο σωστή τοποθέτηση επί του εκάστοτε ζητήματος; Δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε την απάντηση· αυτή είναι η εμπειρία. Βέβαια, κανένας δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι όταν κλήθηκε, συμπεριφέρθηκε με τον καταλληλότερο, κατά τη λογική, τρόπο. Μάλλον το αντίθετο συμβαίνει, ως επί το πλείστον. Έχοντας βιώσει κάποιες εμπειρίες, είμαστε σε θέση περισσότερο να περιγράψουμε το τι δεν είναι σώφρον να κάνουμε ή το τι θα ήταν καλύτερο να κάνουμε σε κάποια περίσταση. Εννοείται ότι σπάνια υπάρχει ο λεγόμενος χρυσός κανόνας, καθώς σχεδόν όλα είναι σχετικά και καθόλου απόλυτα κι έτσι, πρέπει να αρκούμαστε μόνο σε κάποιες κατευθυντήριες γραμμές.
Επιπρόσθετα, βρισκόμενοι στη θέση του τρίτου, του εξωτερικού παράγοντα, μπορούμε να δούμε πιο λογικά και ρεαλιστικά τις καταστάσεις, διότι δεν καταβαλλόμαστε συναισθηματικά. Για ‘κείνον που βιώνει κάτι, είναι πιο δύσκολο να σκεφτεί και να λειτουργήσει μ’ αυτόν τον τρόπο. Για τον λόγο αυτό, βέβαια, συμβαίνει και το να μην ακολουθήσει κάποιος τη συμβουλή που του δώσαμε, παρ’ ότι του φάνηκε εξαιρετική· επειδή στα λόγια είναι όλα απλά και εύκολα, ενώ στην πράξη γίνονται όλα πιο σύνθετα και ζόρικα. Απ’ την άλλη κι αυτός ο ίδιος που έδωσε μια συμβουλή ενδέχεται να μην την ακολουθήσει στην επίμαχη δική του στιγμή. Όταν αλλάζουν οι συνθήκες, εναλλάσσονται κι οι ρόλοι. Εκείνος που χθες χαρακτηριζόταν ξύπνιος, αύριο ενδέχεται να νιώθει χαμένος. Όπως μάθαμε απ’ τον Αριστοτέλη, η σύζευξη λόγων και πράξεων είναι μεγάλη αρετή, την οποία δεν είναι εύκολο να κατακτήσουμε.
Τρέφουμε έναν θαυμασμό για τους ανθρώπους που δείχνουν να ξέρουν πώς να διαχειριστούν προβλήματα και ζητήματα που προκύπτουν στην καθημερινότητα και είναι προετοιμασμένοι για καθετί που πρόκειται να τους παρουσιαστεί. Αντίστοιχα, υπάρχουν και οι άνθρωποι που θαυμάζουν εμάς για τους ίδιους λόγους. Ο καθένας νιώθει ωραία, όταν κάποιος τον κάνει να νιώθει λίγο πιο περπατημένο ή ψαγμένο, άλλα ας το απομυθοποιήσουμε λίγο.
Ποτέ δεν ξέρεις αν η απόφαση που παίρνεις είναι εκατό τοις εκατό σωστή. Πάντα δημιουργούμε στο μυαλό μας τα πιθανά σενάρια κι έπειτα από πολλή σκέψη και ενδεχομένως συζήτηση, καταλήγουμε στο να κάνουμε αυτό που μας φαίνεται ορθότερο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτό μπορεί να είναι και λάθος δε χρειάζεται πάντα να υπεραναλύουμε τα πράγματα, μερικές φορές είναι προτιμότερο να πράττουμε στη στιγμή, με βάση το πώς νιώθουμε. Κάποιες φορές αναγκαζόμαστε να πράξουμε κατ’ αυτόν τον τρόπο, καθώς δεν έχουμε την πολυτέλεια του χρόνου. Κι ας είναι το τίμημα να κάνουμε λάθος, κάτι θα μάθουμε κι απ’ αυτό.
Οπότε, είτε βρισκόμαστε στη θέση αυτού που θαυμάζει είτε στη θέση αυτού που θαυμάζουν, ας σκεφτούμε από πόσα κύματα πέρασε ο καθένας και πόσα λάθη έκανε για να γνωρίζει πια τα σωστά. Και πάλι, δεν υπάρχει κάποια συνταγή για την επιτυχία στο οτιδήποτε, ούτε θα πάψει κάποιος να μαθαίνει από τις εμπειρίες του, αλλά και ούτε θα πάψουν να υπάρχουν γεγονότα που θα τον φέρνουν προ εκπλήξεως. Δεν πρόκειται για παντογνώστες ή κάτι παρόμοιο, πρόκειται για ανθρώπους που έχουν ζήσει ήδη κάτι και μπορούν ίσως να προβλέψουν, κατά προσέγγιση, τι θα γίνει. Κι απ’ όλα όσα θα ακούσεις, ίσως και να μη σου κάνει τίποτα στην πραγματικότητα. Κι ίσως, τελικά, η καλύτερη συμβουλή να είναι αυτή που λέει να κάνεις ό, τι αισθάνεσαι!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου