Διανύοντας την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, είναι πραγματικά άξιο απορίας το γιατί νοσταλγούν τόσοι άνθρωποι τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Στα σύγχρονα μέσα δικτύωσης βλέπουμε να παρελαύνουν ανελλιπώς απεικονίσεις στοιχείων των 80’s, των 90’s και κάποιων ακόμη πιο παλιών δεκαετιών. Πέρα απ’ το συναισθηματικό δέσιμο των ανθρώπων που βίωσαν όλα όσα βλέπουν ότι δε θα επιστρέψουν ξανά, υπάρχουν κι άλλοι λόγοι γι’ αυτό το φαινόμενο. Επρόκειτο για τις ανείπωτες αυτές «εποχές» που η ηθική, η διαφάνεια κι ο συναισθηματισμός ήταν ο κανόνας κι όχι η εξαίρεση.
Πρόκειται για λέξεις που πλέον η ερμηνεία τους έγκειται στην κρίση και τα όρια του καθενός, αλλά μήπως αυτή είναι η απάντηση πολλών στο γιατί άλλαξαν τόσο οι ανθρώπινες σχέσεις; Προφανώς κι είναι μεγάλη κατάκτηση η δυνατότητα επιλογής και το να μην ακολουθούμε όλοι συγκεκριμένα πρότυπα που μας υποδεικνύουν πώς θα ζήσουμε και τι σχέσεις θα αναπτύξουμε, αλλά φαίνεται πως έχουμε μπερδευτεί τελείως.
Ο ρομαντισμός έχει κατηγορηθεί πολλές φορές για το ότι είναι προσποιητός από περιπτώσεις ανθρώπων και πως χρησιμοποιείται ως μέσον επίτευξης άλλων στόχων κι όχι έκφρασης συναισθημάτων. Το να αποφεύγουμε να δείξουμε αυτήν την πλευρά μας σ’ έναν άνθρωπο που μας ενδιαφέρει, επειδή φοβόμαστε μη μας κατηγορήσουν ή μη μας γιουχάρουν για τον τρόπο που αισθανόμαστε, είναι η μεγαλύτερη υποκρισία. Το να συμπεριφερόμαστε με τρυφερότητα υποκριτικά, είναι το ίδιο άσχημο με το να συμπεριφερόμαστε χωρίς τρυφερότητα υποκριτικά.
Ειλικρινά, τι μας πείραξε το γλυκανάλατο; Ποιος το όρισε ως κάτι που πρέπει να αποφεύγουμε, σαν να είναι μια απ’ τις μεγαλύτερες συμφορές του κόσμου; Θα λέγαμε ότι μας φταίνε οι αισθηματικές ταινίες, που έχουν την τάση να τα παραχέζουν όλα και περνάνε μη ρεαλιστικά μηνύματα στους θεατές. Μας φταίει η ποίηση, η λογοτεχνία, τα τραγούδια και κάθε μορφή τέχνης που εξυμνεί τον έρωτα, την αγάπη και το ρομαντισμό, διότι δεν υπήρξαν ποτέ οι ιστορίες που διαδραματίστηκαν, διότι δήθεν δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Αυτόν τον δήθεν ρεαλισμό που προσπαθούμε να διατηρούμε συνεχώς, ίσως χρειάζεται να τον αποκαλέσουμε με το πραγματικό του όνομα. Και ποιο είναι αυτό; «Παρερμηνευμένος φιλοσοφικός κυνισμός» εμφανίζεται στο ουράνιο τόξο που σχηματίζει με τα χέρια του το γνωστό τηλεοπτικό παιδικό σφουγγάρι.
Δεν είναι πηγή του κυνισμού τα σημερινά δεδομένα και το πλαίσιο στο οποίο αναπτύσσονται οι περισσότερες σχέσεις, οι οποίες είναι «μερικής απασχόλησης». Δε συνηθίζουμε να κερνάμε σπιτικές παγωμένες λεμονάδες κάνοντας βόλτα κατά τη δύση του ηλίου, αλλά φθηνά σφηνάκια σε μπαρ. Δεν επιλέγουμε ένα χάδι κατά τους πρώτους αποχαιρετισμούς, αλλά στριμωγμένα βεβιασμένα φιλιά στα χείλη. Δεν αφιερώνουμε γλυκά ερωτικά τραγούδια που μας εκφράζουν και μας ταιριάζουν, αλλά παγερές ρίμες με το πόσο ματαιόδοξος και «μάγκας» είναι ο καλλιτέχνης που τις έγραψε. Δεν περιμένουμε να γνωρίσουμε ουσιαστικά τον άνθρωπο που επιδιώξαμε να φέρουμε κοντά μας, αλλά του χτυπάμε στα μούτρα δικαιολογίες αφόρητης αγένειας, του τύπου «δεν ψάχνω για σχέση, επειδή πρόσφατα βγήκα από μία».
Διερωτώμενοι ποιος είναι ο λόγος που συμβαίνουν όλα αυτά, θα βρούμε διάφορα ενδεχόμενα. Αρχικά, υπάρχει η περίπτωση να φοβόμαστε να αισθανθούμε περισσότερα για κάποιον, μήπως δεν αποτελέσει αμοιβαίο και πληγωθούμε (πάλι). Έπειτα, ενδέχεται να ακολουθούμε ασυναίσθητα μια άλλη σχεσιακή νόρμα απ’ αυτήν που δε θέλουμε να ακολουθήσουμε. Ωστόσο, νόρμα η μία, νόρμα κι η άλλη∙ οπότε κάνουμε αυτό που δε θέλουμε ουσιαστικά να κάνουμε. Μάλλον ζηλεύουμε τα παραδείγματα σχέσης που παρατηρούμε, καθώς θεωρούμε ότι δεν μπορούμε να τα φτάσουμε, κι είναι καλύτερα να μην μπούμε καν στον κόπο. Τέλος, μπορεί να μην ξέρουμε τι είναι αυτό που πραγματικά θέλουμε και χρειαζόμαστε στις σχέσεις μας. Το αποτέλεσμα της μπερδεμένης μας συμπεριφοράς είναι να μπερδεύεται κι ο άνθρωπος δίπλα μας κι η κατάληξη να μην είναι η ευτυχέστερη.
Βέβαια, είναι αφελές κι ίσως ανεύθυνο να κατατάξουμε όλους τους ανθρώπους σε μια κατηγορία και να ψέγουμε όσους είναι φαινομενικά ψυχροί κι ωμοί. Όλοι οι άνθρωποι έχουν ευαισθησίες και συναισθηματικές στιγμές, χωρίς να είναι «αθεράπευτα» ρομαντικοί ή έστω όμοιοι μ’ εμάς. Δεν έχει νόημα να κρίνουμε τους άλλους έχοντας ως γνώμονα τον δικό μας χαρακτήρα και τους δικούς μας τρόπους έκφρασης συναισθημάτων, αλλά τα αντίστοιχα δικά τους. Θα λέγαμε ότι το να δηλώνουμε εντελώς κατά του ρομαντισμού είναι μια μορφή καταπίεσης που επιβάλλουμε στον εαυτό μας.
Είναι αυτονόητο πως ο κάθε άνθρωπος εκφράζεται με διαφορετικό τρόπο και γι’ αυτό είμαστε κατά βάθος όλοι ρομαντικοί έως ένα ποσοστό. Δεν υποδηλώνει ρομαντισμό μόνο η σύνθεση ενός δίστιχου για το αγαπημένο μας πρόσωπο, η προσφορά λουλουδιών σε άκυρες χρονικές στιγμές ή οποιαδήποτε ρομαντική κίνηση που μπορεί να θεωρεί κάποιος υπερβολική ή εκτός του χαρακτήρα του. Ρομαντισμός είναι και το να φυλάς στην άκρη λίγο απ’ το αγαπημένο γλυκό του αγαπημένου σου, το να κοιμάστε μαζί, το να προσφέρεις βοήθεια σε κάτι που τον ταλαιπωρεί ή οποιαδήποτε κίνηση που εκφράζει ειλικρινές ενδιαφέρον, με κίνητρο να προσφέρεις χαρά κι ένα χαμόγελο που δίνει σ’ εσένα χαρά. Αυτό είναι τελικά ο ρομαντισμός.
Κι ας αποκαταστήσουμε επιτέλους το όνομα των αισθηματικών σεναρίων και καλλιτεχνικών απεικονίσεων των ρομαντικών σχέσεων. Δεν μπορεί να αποτελέσει φαντασία ή φανφάρα κάτι που είδαμε να υφίσταται στην πραγματική ζωή. Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουμε δει ζευγάρια που συνδέονταν ή συνδέονται ακόμη μεταξύ τους με απύθμενη αγάπη.
Σε περίπτωση που δεν υπήρξε κάτι τέτοιο, παραβάλλω προσωπικά παραδείγματα: Η μητέρα μου, θέλοντας να δει τον ναυτικό πατέρα μου, ταξίδευε ώρες με αεροπλάνα και κατέβαινε από ανεμόσκαλες για να μπει στο πλοίο. Σε μια τέτοια συνάντησή τους συνέλαβαν εμένα. Απ’ την άλλη, θυμάμαι τη γιαγιά μου που στα 70 της ακόμη ζήλευε χαριτωμένα τον παππού μου και φυσικά, δε θα ξεχάσω με πόση γαλήνη κι ευχαρίστηση είχε πει ο παππούς μου στις τελευταίες του ώρες «πάω να συναντήσω την Ελενίτσα μου». Κάλλιστα θα μπορούσαν κι οι δύο αυτές ιστορίες να διαδοθούν στο ευρύ κοινό με καλλιτεχνικό τρόπο.
Σ’ έναν κόσμο που ο καθένας μπορεί να είναι ό, τι θέλει κι έχει άπειρες επιλογές, είναι ωφέλιμο για όλους να μην επιλέγουμε την απαισιοδοξία, την ψυχρότητα και τη ρηχότητα. Όσο «κακά παιδιά» κι αν είμαστε, πάντα υπάρχει κάποιος που μας εμπνέει και κινεί τα συναισθήματά μας. Αν κι είναι κρίμα να στραγγίζουμε την ενέργειά μας σε ανθρώπους που δε μας συγκινούν, απλώς για να εξυπηρετήσουμε ανάγκες, ο καθένας είναι ελεύθερος να κάνει ό, τι νομίζει πως του αρέσει. Αλλά λίγα τα λόγια για τα γλυκανάλατά μας! Ούτως ή άλλως, διεκδικήθηκε όλο το φάσμα των επιλογών μας χάρη στην αγάπη, την αφοσίωση και την πίστη σε κάποιον ή κάτι. Κι αυτό είναι το πιο ρομαντικό απ’ όλα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου