Αναλογιζόμενοι τον τρόπο που οργανώνονται οι κοινωνίες, διαπιστώνουμε πως υπάρχουν πολλές και διάφορες κατηγορίες ανθρώπων που θα αποτελέσουν όλες μαζί το λεγόμενο όλον. Ήδη απ’ τα πρώτα μας χρόνια, αρχίζουμε να κατηγοριοποιούμαστε απ’ την εθνικότητα ή και το θρήσκευμα, μπαίνουμε σε ηλικιακές κατηγορίες κι όλη αυτή η διαδικασία συνεχίζεται, προσθέτοντάς μας κι άλλα στοιχεία. Αυτή η ομαδοποίηση εξυπηρετεί πολλούς πρακτικούς σκοπούς, αλλά και συναισθηματικούς, καθώς ο καθένας αισθάνεται ότι ανήκει κάπου. Ωστόσο, συχνά δεν προκύπτουν καθόλου καλά φαινόμενα απ’ αυτήν.
Αν σκεφτούμε γρήγορα, η πρώτη πιθανή αρνητική απόρροια της κατηγοριοποίησης είναι ο ρατσισμός, σε οποιοδήποτε χαρακτηριστικό κι αν επιτίθεται. Άνθρωποι που αποτελούν μέλη μειονότητας σε μια κοινωνία είναι πολύ εύκολο να καταστούν απωθητικοί κι έπειτα περιθωριοποιημένοι μόνο γι’ αυτόν τον λόγο. Η δημιουργία κι η διατήρηση στερεοτυπικών χαρακτηρισμών είναι ο σταυρός που κουβαλάει κάθε ομάδα ανθρώπων, είτε το θέλουν είτε όχι. Έτσι, ένας άνθρωπος που δε διαθέτει τα περισσότερα παραδεδεγμένα χαρακτηριστικά, ή θα βρεθεί απομονωμένος κοινωνικά, χωρίς να μπορεί να το αλλάξει αυτό, ή θα βρίσκεται συνεχώς σε θέση να αποδεικνύει ότι υπάρχουν φωτεινές εξαιρέσεις στον «ψευτο-κανόνα».
Αυτές τις διατυπώσεις κι άλλες που συνεπάγονται αυτών μας εξηγεί η θεωρία της Ετικέτας ή του Χαρακτηρισμού, όπως ονομάζεται. Σύμφωνα μ’ αυτήν, η παρεκτροπή ενός μέλους της κοινωνίας καθορίζεται απ’ τις δράσεις κι αντιδράσεις της υπόλοιπης κοινωνίας και γενικότερα της αλληλεπίδρασης μεταξύ τους. Αν όλα τα άλλα άτομα χαρακτηρίσουν μια πράξη που διαπράττει κάποιος ως παρεκκλίνουσα τότε αυτός καθίσταται δακτυλοδεικτούμενος. Σε πρώτη φάση, το άτομο απομονώνεται απ’ την πλειοψηφία κι αντιμετωπίζει σοβαρά πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα. Στη δεύτερη φάση, που είναι λιγότερο πιθανό να φτάσει κάποιος, ο κακοχαρακτηρισμένος θα εντυπώσει στον νου του και στον χαρακτήρα του τα αρνητικά κοσμικά επίθετα που κατέκτησε και θα αρχίσει να διαπράττει ανάλογες πράξεις, έως ότου βγει εκτός κάθε ορίου.
Η αντίδραση αυτή είναι φυσικό επακόλουθο, καθώς το απομονωμένο άτομο θα αποκτήσει την επιθυμία να τιμωρήσει και να πληγώσει τους ανθρώπους που του συμπεριφέρθηκαν έτσι. Απ’ την άλλη, ενδέχεται να προσπαθεί να διεκδικήσει τον σεβασμό της ομήγυρης, μέσω του φόβου που επιδιώκει να καλλιεργήσει, ή και να βρει κάποιους «συμμάχους» σε όλο αυτό που υφίσταται. Το εύλογο αποτέλεσμα θα είναι να απομακρυνθεί τελείως απ’ το κοινωνικό όλον, με περαιτέρω περιορισμό των ελευθεριών του, απ’ τη στιγμή που θα βρεθεί υπόλογος σ’ έναν κρατικό φορέα.
Είναι επιθυμητό κι αναγκαίο να υφίστανται κυρώσεις οι άνθρωποι που βλάπτουν άλλους ανθρώπους, ώστε να υπάρχει συλλογική προστασία κι ασφάλεια. Παρά ταύτα, τίθεται η προϋπόθεση να είναι απόλυτα αμερόληπτοι οι κρατικοί φορείς, ώστε να μην υποπέσουν σε λάθη. Έχουν γίνει πολλές αδικίες εκ μέρους τους και πολλά επακόλουθα εγκλήματα από ανθρώπους μειονοτικών ομάδων που βρέθηκαν στο στόχαστρο, λόγω της ιδιότητάς τους αυτής.
Εισηγητής της θεωρίας Ταμπέλας-Χαρακτηρισμού υπήρξε ο αμερικανικής καταγωγής κοινωνιολόγος Edwin Lemert, ο οποίος υποστήριξε σε πληθώρα άρθρων του πως ο κοινωνικός έλεγχος αποτελεί μηχανισμό που γεννά την παραβατικότητα. Με τη θεωρία αυτή ασχολήθηκαν κι ασχολούνται ακόμη πολλοί κοινωνιολόγοι, ψυχολόγοι και κυρίως εγκληματολόγοι. Χάρη στο συλλογικό έργο αυτών, μέσω αναλύσεων συμπεριφορών και περιπτώσεων περιθωριοποιημένων ανθρώπων, κατέληξαν στο συμπέρασμα πως θα μπορούσαν να βρίσκονται σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα τα φαινόμενα κοινωνικής παθογένειας κι η εγκληματικότητα, αν υπήρχε κάποιος μετριασμός στους χαρακτηρισμούς των ανθρώπων απ’ τις κοινωνίες. Αυτό, φυσικά, δεν αναιρεί όλους τους άλλους λόγους που μπορεί να κατηγορηθεί και να στιγματιστεί κάποιος, αλλά χρειάζεται η προσεκτική εξέταση των περιπτώσεων, για να διαλευκανθεί ποια άτομα θα χρειαστεί να περιοριστούν και σε ποιο βαθμό κι επίπεδο.
Κάθε ζήτημα αυτού του είδους θέτει σε λειτουργία τη σκέψη μας κι ως προς την έκταση τέτοιων φαινομένων στις κοινωνικές μας δραστηριότητες. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, αντιλαμβανόμαστε ότι πολλές φορές στο επίπεδο της καθημερινότητας εξουσιοδοτούμε τον περίγυρό μας να διαμορφώσει τα προσωπικά μας εξωτερικά κι εσωτερικά χαρακτηριστικά, βάσει αυτού που θεωρείται αποδεκτό. Βέβαια, κανείς δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα στο να κρίνει τους γύρω του, αλλά πολύ σπάνια δεν ενοχλείται αν κριθεί απ’ αυτούς. Όσοι χαρακτηρίζονται «έτσι», με τρόπο που δεν «προκαλούν», επικρίνουν όσους χαρακτηρίζονται «αλλιώς».
Παρατηρώντας την ανισότητα αυτή από πολύ νεαρή ηλικία, μπαίνουμε ενδόμυχα στη διαδικασία να φοράμε διάφορες ταμπέλες στον εαυτό μας, προκειμένου να αφομοιωθούμε και να μην αναγκαστούμε να απομακρυνθούμε. Κάποιοι λίγο, ενώ άλλοι πολλοί, αναλογιζόμαστε σε κάποιο ποσοστό την παρωχημένη έκφραση «Τι θα πει ο κόσμος;», μπροστά σε τελείως προσωπικές υποθέσεις, προκειμένου να μη διακινδυνεύσουμε να χάσουμε την ασφάλεια και την αλληλεγγύη της κοινωνικής ομάδας που ανήκουμε. Παράλληλα, αρχίζουμε να έχουμε κάποιες απαιτήσεις που σχετίζονται με τα στεγανά αυτά, όταν πρόκειται να μπει κάποιος άνθρωπος στη ζωή μας. Οι σχέσεις μας, όπως κι όλο μας το γίγνεσθαι, θα κριθούν απ’ το πως θα χαρακτηριστούμε κι όχι πως αισθανόμαστε για τις επιλογές μας.
Απ’ το 1960 που άρχισε να διαδίδεται η θεωρία της ετικέτας, έχουμε σημειώσει σημαντική βελτίωση και σε ατομικό και σε συλλογικό επίπεδο, ως προς τις κρίσεις μας. Δε βοηθάει πουθενά, όμως, να μένουμε σ’ αυτά που «κληρονομήσαμε» ή σ’ αυτά που ήδη ξέρουμε. Χρειάζεται να ξεκαθαρίζουμε μέσα μας τι μάς ενοχλεί ή βλάπτει και για ποιους λόγους. Αν αυτοί αφορούν κάποια χαρακτηριστικά, που δεν έχουν καμία επίπτωση σ’ εμάς, δεν υπάρχει λόγος να γινόμαστε κακοί. Ας πάρουμε παράδειγμα απ’ τον πιο επικριτικό χώρο, αυτόν της μόδας: κάποτε απαγορευόταν να ντυθείς με μαύρο-μπλε ή ροζ-κόκκινο, ενώ σήμερα χαρακτηρίζονται οι απόλυτοι συνδυασμοί! Είναι πια πολύ εμφανές πως ό, τι είναι ξεχωριστό είναι και πολύ ωραίο∙ ας κρατήσουμε αυτό.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου