Η ιστορία του Πίτερ Παν είναι γνωστή κι αγαπημένη σε πολλούς μικρούς και μεγάλους. Στη Χώρα του Ποτέ, εκεί όπου όλα είναι μαγικά κι ανέμελα, με τους δείκτες του χρόνου σταματημένους, ζει ο Πίτερ Παν μαζί με χαμένα απ’ τη γη παιδιά, νεράιδες, γοργόνες και πειρατές. Λίγη απ’ τη μαγεία κατάφερε να αγγίξει η Γουέντι και τα μικρά της αδέρφια, που λουσμένοι στην αστερόσκονη αποκτούν τη δυνατότητα να περιπλανιούνται στον αέρα και να επισκεφτούν τη Χώρα του Ποτέ.
Σε αντίθεση με τον Πίτερ Παν, ο χρόνος αγγίζει τη Γούεντι και τα αδέρφια της κι η ιστορία λήγει με τα παιδιά να έχουν πια μεγαλώσει, έχοντας τη θύμηση μιας φαντασμαγορικής εμπειρίας. Ενώ όλα κι όλοι εξελίσσονται, ο Πίτερ Παν παραμένει το ίδιο παιδί που ήταν πάντοτε και αυτή μάλλον είναι η σαγήνη του παραμυθιού. Όταν, όμως, αρχίζουν να υπάρχουν ταυτίσεις μεταξύ των χαρακτήρων αυτών και των σημερινών καθημερινών ανθρώπων, η ζωή με τα αντίστοιχα δεδομένα δε μοιάζει τόσο με παραμύθι. Η Γουέντι δε φαίνεται να ζει ένα όνειρο, αλλά έναν άσχημο εφιάλτη.
Το σύνδρομο της Γουέντι ανήκει στην εκλαϊκευμένη ψυχολογία και παρ’ ότι δε συμπεριλαμβάνεται στα σύνδρομα που έχουν αναγνωριστεί ως ψυχοπαθολογικά, εμπεριέχει κι αναδεικνύει ψυχολογικά ζητήματα, για τα οποία κάποιος χρήζει βοηθείας. Σύμφωνα με κοινωνιολόγους και ψυχολόγους, από αυτό πλήττονται κυρίως γυναίκες, λόγω του κοινωνικού προτύπου πατριαρχικής οικογενείας, αλλά εμφανίζεται και σε άντρες, σε μεγάλο ποσοστό.
Ο άνθρωπος που αντιπροσωπεύει τη Γουέντι δίνει όλο του τον εαυτό, κάνοντας πράγματα για τους άλλους, πιστεύοντας πως με αυτόν τον τρόπο δείχνει την αγάπη του. Φροντίζει πολύ τον σύντροφο ή την οικογένειά του, θέτοντας τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους πάνω απ’ τις προσωπικές του. Φυσικά, η φροντίδα και το ενδιαφέρον είναι μια διαφανής ένδειξη αγάπης, ωστόσο, αν γίνεται στον υπερθετικό βαθμό, αρχίζουν να δημιουργούνται προβλήματα στις σχέσεις. Φαίνεται οξύμωρο, αλλά η οποιαδήποτε υπερβολή είναι βλαβερή.
Το σημαντικότερο από αυτά τα προβλήματα είναι ότι οι άνθρωποι που λαμβάνουν αυτήν τη συμπεριφορά σε μόνιμη βάση, συνήθως παύουν να την αποκωδικοποιούν ως πράξεις αγάπης, αλλά συνηθίζουν σε αυτήν, θεωρώντας τη δεδομένη. Η χαρά κι η εκτίμηση που θα ένιωθαν τις στιγμές που θα αντιμετωπίζονταν έτσι, καταλήγει να γίνεται απαίτηση. Δε χρειάζεται να συμπεριφερθούν ανάλογα ή να προσφέρουν κάτι απ’ τον δικό τους εσωτερικό κόσμο∙ τους φροντίζουν και τους αγαπούν όπως και να ‘χει.
Για να μην μπουν αδίκως όλοι σ’ ένα τσουβάλι, χρειάζεται να διευκρινιστεί ότι οι άνθρωποι που θα κρατήσουν αυτήν τη στάση απέναντι στη Γουέντι προκύπτει στην πλειοψηφία τους να πάσχουν κι αυτοί από ένα σύνδρομο. Πρόκειται για το λεγόμενο σύνδρομο του Πίτερ Παν, το οποίο δεν είναι επίσης επίσημα αναγνωρισμένο και εμφανίζεται περισσότερο σε άνδρες, αλλά και σε γυναίκες.
Σε αυτές τις περιπτώσεις υπερισχύει η συμπεριφορά κι ο ψυχισμός του μικρού παιδιού που έχει ο καθένας μας μέσα του. Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος Πίτερ Παν δεν μπορεί ή δε θέλει να αναλάβει ευθύνες και υποχρεώσεις, αλλά να διατηρεί μια παιδική ή εφηβική συμπεριφορά ή και τρόπο ζωής, όποια κι αν είναι η ηλικία του. Κύρια υπαιτιότητα της πρόκλησης αυτού του συνδρόμου είναι η ανατροφή από υπερπροστατευτικούς γονείς, σύμφωνα με ψυχολόγους του Πανεπιστημίου της Γρανάδας.
Όταν ο Πίτερ Παν δεν προτιμά τις εφήμερες ερωτικές σχέσεις, χωρίς δεσμεύσεις, ο ιδανικός σύντροφος για εκείνον είναι μια Γουέντι. Η Γουέντι θα καλύψει απόλυτα τις ανάγκες του Πίτερ Παν, «νταντεύοντάς» τον με το να αναλαμβάνει όλες τις υποχρεώσεις κι ευθύνες, αλλά και με την αυτοθυσία της για να νιώθει εκείνος όσο το δυνατόν καλά κι αγαπητός γίνεται. Όσο για τη Γουέντι, επιδιώκει τη θέση της δίπλα στον Πίτερ Παν, καθώς θα συνεχίσει να είναι και να κάνει όλα όσα νιώθει ότι της αρμόζουν, προκειμένου να τα εισπράξει με τη σειρά της. Εν ολίγοις, ο ένας τροφοδοτεί την επιβλαβή συμπεριφορά του άλλου. Έτσι, είναι εύλογο ότι προκαλούν κακό στη σχέση τους, ο ένας στον άλλον και ξεχωριστά στον εαυτό τους. Πέρα απ’ το ότι είναι ξεκάθαρα σε αντίθετη τροχιά, έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό τους το φόβο της μοναξιάς.
Στην πραγματικότητα, ο άνθρωπος Γουέντι δεν ακολουθεί το συγκεκριμένο μοτίβο συμπεριφοράς επειδή έτσι ξέρει να αγαπάει, αλλά επειδή φοβάται τη μοναξιά. Προσπαθεί να προλάβει τον επικείμενο χωρισμό της απ’ τον άνθρωπο Πίτερ Παν, επιστρατεύοντας κάθε μέσο ώστε να μην έχει κάποιο παράπονο από εκείνη και να καταστεί «αξιαγάπητη». Εξακολουθεί να το κάνει, ακόμα κι όταν παραμελείται απ’ τον Πίτερ Παν, το οποίο είναι συχνό φαινόμενο στη σχέση τους.
Απ’ την άλλη, δεν είναι δύσκολο να συνειδητοποιήσουμε το γιατί ο άνθρωπος Πίτερ Παν εξακολουθεί να είναι με τον άνθρωπο Γουέντι∙ έχει κάποιον να τον βολεύει από κάθε άποψη. Δε θέλει ούτε αυτός να μείνει μόνος του, φυσικά, διότι έτσι θα αναγκαστεί να δει κατάματα και να αντιμετωπίσει τις απαιτήσεις της ενήλικης ζωής, αλλά και την κοινωνία, που τόσο πολύ φοβάται. Πάντα επιδιώκει να υπάρχει ένας διαμεσολαβητής ανάμεσα σ’ αυτόν και τον πραγματικό κόσμο.
Αδιαμφισβήτητα, φταίνε και βρίσκονται σε άσχημη θέση εξίσου. Στον άνθρωπο Πίτερ Παν διαδραματίζεται συνεχώς μια εσωτερική πάλη, μεταξύ παιδιού κι ενηλίκου, ενώ ο άνθρωπος Γουέντι δεν μπορεί ποτέ να λάβει ισότιμα αυτά που δίνει, πράγμα που την απογοητεύει και την κάνει να αναρωτιέται πάντα στο τέλος τι ήταν αυτό που έκανε λάθος. Κι οι δύο έχουν τάση προς κατάθλιψη και πολλές φορές φτάνουν σ’ αυτή.
Αυτό που χρειάζεται να καταλάβουν κι οι δύο είναι, πρωτίστως, την κατάσταση στην οποία βρίσκονται κι έπειτα, ότι κάθε είδους σχέση στη ζωή μας είναι μη βιώσιμη, χωρίς το «δούναι και λαβείν». Οποιαδήποτε μη υγιής κατάσταση δημιουργείται σε μια σχέση, θα την κάνει σαθρή και το αν θα συνεχιστεί έγκειται μόνο στο πόσο μπορούμε να την υπομείνουμε. Τέλος, το σημαντικότερο για τη βελτίωση όλων μας είναι να προσθέσουμε στο λεξιλόγιο της καρδιάς μας τις λέξεις «σεβασμός» και «αυτοσεβασμός», ή να τις επαναπροσδιορίσουμε στον νου μας. Το ίδιο, βέβαια, ισχύει και για τη λέξη «αγάπη», προς τον εαυτό μας- κι όχι μόνο.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου