Είναι στιγμές που δε θέλω καν να ζω. Νιώθω άχρηστη, τόσο που αναρωτιέμαι γιατί υπάρχω. Δεν είμαι καλή σε τίποτα και πάντα αισθάνομαι κουρασμένη και ταλαιπωρημένη. Όχι τόσο σωματικά αλλά κυρίως ψυχικά. Υπάρχουν, βέβαια, κι εκείνες οι στιγμές που θέλω πραγματικά να κάνω ένα βήμα μπροστά, όμως καταλήγω να κάνω πάλι δέκα βήματα πίσω. Δεν έχω κάποιον να στηριχτώ, χωρίς να φοβάμαι, κι αποδέχομαι τη μοίρα μου όπως ακριβώς είναι. Άλλωστε, ποια είμαι εγώ για να την αλλάξω;

Τόσα χρόνια δεν έχω καταφέρει να ανοιχτώ ούτε στους δικούς μου ανθρώπους. Δεν μπορώ να μιλήσω για όσα με προβληματίζουν. Φοβάμαι και νιώθω μόνη. Σε όλους τους τομείς της ζωής μου. Στον επαγγελματικό δεν κατάφερα ποτέ να κάνω ό,τι πραγματικά είχα ονειρευτεί. Δε με άφησε να το προσπαθήσω. Στον ερωτικό νιώθω πιο αποτυχημένη από ποτέ. Το μόνο που με κρατάει είναι το παιδί μου, αλλιώς δεν ξέρω μέχρι πού θα είχα φτάσει. Ξέρω ότι η αιτία είναι εκείνος, αλλά πάντα σκέφτομαι όλα όσα έχουμε ζήσει και τον συγχωρώ.

Με τον άντρα μου γνωριστήκαμε όταν ήμασταν παιδιά -εγώ ήμουν παιδί, για την ακρίβεια. Μόλις είχα τελειώσει το σχολείο κι εκείνος, αρκετά χρόνια μεγαλύτερός μου, έκανε δυο δουλειές. Δεν του άρεσε να βασίζεται σε κανέναν. Στην αρχή με είχε γοητεύσει με την ανεξαρτησία του και την άνεση που είχε όταν κυκλοφορούσαμε μαζί. Κάναμε αρκετά ταξίδια και φτάσαμε σε σημείο να ‘χουμε γυρίσει όλη την Ελλάδα. Πάντα με έκανε να νιώθω μοναδική.

Μέχρι που ξεκίνησαν οι καβγάδες για το παραμικρό. Απ’ τα ρούχα που φοράω μέχρι το φαγητό που αποφάσισα μόνη μου να φάω. Μου απαγόρευε να φοράω οτιδήποτε θεωρούσε προκλητικό, είτε αυτό ήταν φούστα είτε ένα κολλητό παντελόνι. Δεν ήταν λίγες οι φορές που με γυρνούσε στο σπίτι κι έβγαινε μόνος του, γιατί εγώ αρνιόμουν να αλλάξω. Δεν έχω το δικαίωμα να αποφασίσω εγώ για μένα; Μάλλον όχι. Και κάπως έτσι δεν πήγαινα πουθενά, γιατί είχε κι έχει παντού μάτια, κι εκείνος γυρίζει από ‘δω κι από ‘κει μόνος του. Δεν άντεχα άλλο αυτή τη κατάσταση και κάποια στιγμή παραιτήθηκα και συμβιβάστηκα. Φορούσα μόνο ό,τι εκείνος ενέκρινε και πήγαινα μόνο όπου εκείνος πήγαινε. Οι φίλοι μου, όσο περνούσε ο καιρός, ολοένα και λιγόστευαν, με αποτέλεσμα η μοναδική φίλη που μου ‘χει απομείνει να ‘ναι η αδερφή μου.

Δεν τολμώ να μιλήσω σε άγνωστο ή ακόμη και να κοιτάξω κάποιον τυχαία στον δρόμο, γιατί γνωρίζω πολύ καλά τη συνέχεια. Κάποιος θα καταλήξει στο νοσοκομείο. Είτε εγώ είτε αυτός ο άγνωστος…

Όταν ακούω το κλειδί να γυρίζει στην κλειδαριά κι είναι η αδερφή μου εδώ, την διώχνω χωρίς δεύτερη σκέψη, γιατί γίνεται πυρ και μανία. Δεν την θέλει σπίτι. Πιστεύει ότι με ξεμυαλίζει και κάθε φορά που την συναντά, την απειλεί, κι απειλεί και ‘μένα. Βέβαια σε ‘μένα δε μένει μόνο στις απειλές. Συνήθως με βρίζει, με μειώνει, πετάει ό,τι βρει μπροστά του κι ενίοτε κάνει και σε μένα κακό. Όταν του περάσει και πάει να ξαπλώσει, αφού του βάλω να φάει, πηγαίνω σε μια γωνία του σπιτιού και κλαίω όσο πιο ήσυχα γίνεται. Δε θέλω να μ’ ακούσει, δεν πρέπει να μ’ ακούσει. Τιμωρώ τον εαυτό μου που επέτρεψα στην αδερφή μου να καθίσει παραπάνω και σκέφτομαι τους λόγους που κάποτε τον ερωτεύτηκα.

Υπάρχουν αρκετοί που αναρωτιούνται για ποιο λόγο δε φεύγω και τους απαντώ: «Να πάω πού; Αυτός είναι όλη μου η ζωή. Εκείνος με έμαθε τι σημαίνει έρωτας, αγάπη, μητρότητα, τρυφερότητα. Τον πρώτο χρόνο δεν ήταν έτσι. Απλώς περνάει μια δύσκολη φάση, κι είναι φυσιολογικό να ξεσπάει σε μένα. Εγώ είμαι το λιμάνι του». Όμως η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική. Πιστεύετε πως δε θέλω να φύγω από όλο αυτό; Θεωρείτε πως δε γνωρίζω ότι αυτές οι εικόνες είναι τραγικές για το παιδί μου; Είναι κάποιος ικανός να με βγάλει από όλο αυτό το αδιέξοδο; Μπορεί κάποιος να υψώσει ανάστημα απέναντί του; Γιατί εγώ φοβάμαι. Τρέμω στην ιδέα ότι το παιδί μου θα μείνει χωρίς μητέρα και θα το μεγαλώσει εκείνος. Ανατριχιάζω μόνο στη σκέψη ότι οι απειλές του θα γίνουν πραγματικότητα. Δεν μπορώ να επιτρέψω σε κανέναν να βλάψει την αδερφή μου. Αν πάθει κάτι εκείνη, οι τύψεις δε θα μ’ αφήσουν να ζήσω. Και πάντα εκεί πατάει. Με απειλεί ότι θα της κάνει κακό και δεν τον νοιάζει καθόλου ότι εκείνη μας συντηρεί. Δεν μπορεί να σεβαστεί ούτε αυτό. Το θεωρεί υποχρέωσή της και δεν κοιτάει να βρει μια δουλειά, αλλά το «ευχαριστώ» του είναι οι τρομοκρατίες.

Νιώθω τόσο τρομαγμένη κι έχω ανάγκη να μιλήσω ανοιχτά σε κάποιον για όσα βιώνω, χωρίς να με κρίνει. Έχω την ανάγκη κάποιος να με καταλάβει πραγματικά, να μου δείξει τον δρόμο για να βγω απ’ το αδιέξοδο και να με διαβεβαιώσει πως κανείς δε θα πάθει κακό. Ούτε καν εκείνος.

 

Δεν είσαι η μόνη. Δεν είσαι μόνη. Ζήτα βοήθεια!

Συντάκτης: Ιωάννα Αποστολάκου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη