Πρώτη γνωριμία. Η καρδιά χτυπάει σαν τρελή κι η λογική έχει πάει περίπατο. Σου δίνει το χέρι κι εσύ δεν κάνεις την παραμικρή κίνηση. Έχεις χαθεί σε εκείνο το –πολλά υποσχόμενο– βλέμμα. Κάνα δίωρο μετά, κι αφού έχει σπάσει λιγάκι ο πάγος, σου ζητάει το κινητό σου. «Τέλεια!» σκέφτεσαι. Κινητό, ούτε social media ούτε τίποτα. Το δίνεις χωρίς δεύτερη σκέψη και, με μια καληνύχτα που σου κολλά ένα χαμόγελο στο πρόσωπο, πηγαίνεις σπίτι σου.
Περνάνε οι μέρες, μιλάτε λίγο, αλλά εσύ έχεις αρχίσει να ξενερώνεις. «Μα πώς γίνεται, ρε φιλαράκι, να γουστάρεις και να απαντάς μετά από ώρες; Δε σε νοιάζει τι κάνω; Στέλνεις απλά για να στείλεις και να κρατήσεις μια επαφή για καβάτζα;» Δεν μπορεί εσύ να ξεροσταλιάζεις πάνω απ’ το κινητό σου περιμένοντας να χτυπήσει κι ο άλλος να μη νοιάζεται καν. Απαντάς αμέσως μήπως κυλήσει έτσι η επικοινωνία αλλά και πάλι τζίφος.
Κάποια εξήγηση θα υπάρχει, σκέφτεσαι. Άλλωστε, δεν έκανες εσύ το πρώτο βήμα. Αποφασίζεις να ψαχουλέψεις τα social και κάνεις αμέσως αίτημα φιλίας. Κατασκοπεύεις και λίγο το προφίλ και για να καταλάβεις τι άνθρωπος είναι. Μπορεί να μην τα πηγαίνει καλά με την τεχνολογία ή γενικά με την επικοινωνία. Ίσως να λειτουργεί καλύτερα face to face, σκέφτεσαι, και μέχρι να το καταλάβεις αρχίζετε τα πάρε δώσε κι απ’ τα social.
Παρατηρείς πως ανεβάζει συχνά-πυκνά διάφορα, από φωτογραφίες μέχρι κι άρθρα που δεν πίστευες καν ότι διαβάζει, αλλά τα δικά σου μηνύματα τα ανοίγει μετά από ώρες. Κι εσύ αναρωτιέσαι: Δεν έχει την ανάγκη ή ακόμα και την περιέργεια να δει τι έστειλες; Να σου πιάσει την κουβέντα και να σε γνωρίσει καλύτερα; Δεν ενδιαφέρεται να μάθει πώς πέρασες τη μέρα σου; Κι εδώ δεν υπάρχει δικαιολογία, γιατί πολύ απλά καψούρα κι αδιαφορία δεν πάνε μαζί.
Όταν κάποιον τον γουστάρεις, τρελαίνεσαι όταν ακούς στο κινητό σου τον ήχο του μηνύματος. Τρέχεις να προλάβεις να διαβάσεις τι έστειλε κι απαντάς αμέσως. Κι αν ακόμα θες να τσιτσιρίσεις τον άλλο λίγο, και να μη δείξεις πως καίγεσαι, αντέχεις με το ζόρι μερικά λεπτά πριν στείλεις. Αν, όμως, βλέπεις το μήνυμα και το αγνοείς χαλαρά, αφήνοντάς το για αργότερα, τότε παραδέξου πως δε σε νοιάζει κι άσε τον άλλον να ξενερώσει ελεύθερα.
Γιατί δεν υπάρχει κάτι χειρότερο απ’ την αδιαφορία, ειδικά όταν μια επαφή, ακόμα και φιλική, κάνει τα πρώτα της βήματα. Κάποιοι θα πουν «δεν είμαι πολύ του τηλεφώνου, προτιμώ την από κοντά επαφή». Ναι, υπάρχουν κι αυτοί που υποστηρίζουν ότι βαριούνται τα μηνύματα, όμως ποιος έχει τόσο ελεύθερο χρόνο ώστε να μπορεί καθημερινά να βρίσκεται με όσους πραγματικά θα ήθελε και να συζητάει όσα τον απασχολούν;
Κι απ’ την άλλη, είναι κι οριακά ανέφικτο στις μέρες μας κάποιος να μην το ‘χει με την τεχνολογία. Σαφώς δεν επικροτούμε την κατάχρησή της, αλλά ας μην αρχίσουμε πάλι να χρησιμοποιούμε περιστέρια. Ας μάθουμε να εκμεταλλευόμαστε τα κατάλληλα μέσα με τον κατάλληλο τρόπο για να εκφραζόμαστε, να εκδηλώνουμε τα συναισθήματά μας και να διευκολύνουμε τις επαφές μας. Να ξεκλέβουμε λίγα λεπτά μέσα στη μέρα μας για να δείχνουμε, σε όποιον πραγματικά μας ενδιαφέρει, πως ακόμα κι αν δεν είμαστε και πολύ της τεχνολογίας –πράγμα λίγο άτοπο στις μέρες μας– , τον έχουμε στο μυαλό μας.
Όχι, δεν μπορεί να το καταλάβει από μόνος του. Πρέπει κάποιος να του το υπενθυμίσει κι αυτός ο κάποιος είσαι εσύ. Για ‘σένα ενδιαφέρεται. Εσένα θέλει να ακούσει. Το δικό σου μήνυμα θέλει να δει όταν ξυπνήσει. Γουστάρει τόσο πολύ να κάνετε κουβέντα, αλλά όχι με δίωρες παύσεις ανάμεσα στις απαντήσεις, εκτός κι αν υπάρχει κάποια πραγματική δικαιολογία για αυτή τη στάση.
Όπως και να ‘χει ο άνθρωπος που πραγματικά νοιάζεται είναι εκεί κι αγωνιά πάνω απ’ το τηλέφωνο. Περιμένει σαν τρελός κι έχει ήδη σκεφτεί πιθανές απαντήσεις και δικές του αντιδράσεις για να εξασφαλίσει τη συνέχεια της συζήτησης. Γιατί αυτό είναι καψούρα, να μη σταματάς να σκέφτεσαι τον άλλον και να θες συνεχώς να κρατάς επαφή μαζί του.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη