Κάθε φορά που συναντιέμαι με τους φίλους μου, με νέα παρέα, με συναδέλφους, γενικότερα με οποιοδήποτε θα μπορούσα να ανταλλάξω δυο κουβέντες, όταν η συζήτηση πλησιάσει εκείνη των παιδικών χρόνων, νιώθω ένα σφίξιμο στο στομάχι.
Σχεδόν όλοι έχουν όμορφες αναμνήσεις απ’ τα παιδικά τους χρόνια. Ο ένας θα πει για τα ταξίδια που έκανε με τους γονείς του, ο άλλος για τα Χριστούγεννα που περνούσαν και περνάνε ακόμα οικογενειακά, ή για εκείνα τα απογεύματα που ο μπαμπάς τους τούς μάθαινε ποδήλατο και για τις κυριακάτικες βόλτες που έκαναν όλοι μαζί. Εν αντιθέσει, εγώ μαζεύομαι στη γωνιά μου, σαν να μην έχω ζήσει αυτά τα χρόνια. Σαν να μην είχα ποτέ γονείς. Σαν να μην είχα ποτέ μπαμπά -κάτι που μερικές φορές ίσως και να το ευχόμουν. Σκληρό αυτό που λέω, αλλά μήπως θα ήθελες να μάθεις ποιες είναι αυτές οι στιγμές πριν με κρίνεις;
Είναι εκείνες που αντί να ομορφαίνουν τις αναμνήσεις μου, τις μαυρίζουν. Προσπαθώ να κάνω εικόνα τα απογεύματα που περνούσαμε ως οικογένεια και το μόνο που βλέπω, κλείνοντας τα μάτια μου, είναι εσένα να μπαίνεις στο σπίτι βρομοκοπώντας αλκοόλ. Δεν τολμούσαμε ούτε «γεια» να σου πούμε, αν δε μας έκανες νεύμα.
Κάθε μεσημέρι γύριζες με ένα κιβώτιο μπίρες στην αγκαλιά σου, μην αφήνοντας χώρο για να τρέξω και να χαθώ εγώ σ’ αυτή την αγκαλιά. Αντ’ αυτού άκουγα εσένα να βρίζεις τη μαμά, χωρίς σταματημό. Βάραγες πόρτες, κλοτσούσες ό,τι έβρισκες μπροστά σου και κανείς δεν μπορούσε να σε ηρεμήσει. Ούτε καν η υγρασία στα δικά μου μάτια. Με πονούσε που δεν μπορούσες να καταλάβεις πόση ανάγκη σε είχα ως παιδί. Πόση ανάγκη σε έχω ακόμα.
Ξέρεις τι χρειαζόμουν πιο πολύ από εσένα; Μια αγκαλιά, μια μεγάλη σφιχτή αγκαλιά, που όμως ποτέ μου δεν τόλμησα να στην ζητήσω. Πάντοτε έβαζες άλλες προτεραιότητες κι εγώ καθόμουν στη γωνία, μην μπορώντας να κρατήσω τα δάκρυά μου, περιμένοντας εκείνη τη στιγμή που θα άκουγα τη μαμά να λέει «Έλα, αγάπη μου, ο μπαμπάς θέλει να πάτε μία βόλτα». Έχουν περάσει τόσα χρόνια κι ακόμα την περιμένω.
Πες το βλακεία, πες το αδυναμία, πες το όπως θες. Εγώ το ονομάζω επιβεβαίωση. Πίστεψέ με μπαμπά, την χρειάζομαι. Θέλω να μου επιβεβαιώσεις πως γνωρίζεις ότι είμαι το παιδί σου, πως γνωρίζεις ότι χρειάζομαι τη συντροφιά σου, το ενδιαφέρον σου και τη συμβουλή σου. Ακόμα κι αν πιστεύεις βαθιά μέσα σου ότι δε σε έχω ανάγκη, θα ήθελα να σε διαβεβαιώσω πως έχω ανάγκη να στέκεσαι δίπλα μου. Να μπορώ να σε συμβουλευτώ σε μία δύσκολη στιγμή, να βασιστώ σ’ εσένα. Να σε έχω σαν παράδειγμα. Να ξέρω πως ο εθισμός σου δε θα μπει σε προτεραιότητα, αλλά για μία φορά –ή ακόμα καλύτερα, για πολλές φορές– θα κυριαρχώ εγώ στις σκέψεις σου.
Πόσο θα ήθελα να ήσουν εσύ αυτός που με έμαθε να γράφω και να διαβάζω. Που μου διάβαζε παραμύθια το βράδυ πριν κοιμηθώ. Που δεν ήταν χαμένος σε κάποιο μπαρ της γειτονιάς, αλλά ανησυχούσε για τις παρέες μου και για την ώρα που θα γυρίσω σπίτι. Για φαντάσου πώς θα ήταν αν μου είχες δώσει τον λόγο να σε θαυμάζω και να σε ‘χω πρότυπο. Τώρα είμαι καταδικασμένη.
Όλοι τριγύρω μού λένε πως ο σύντροφος που επιλέγουμε θυμίζει τους γονείς μας, γιατί ένα παιδί δεν είναι σε θέση να κρίνει και κατά συνέπεια να απορρίψει τη συμπεριφορά των γονιών του. Την θεωρεί φυσιολογική. Δεν είναι άσχημο να με καταδικάζεις έτσι; Εμένα και την οικογένεια που θα δημιουργήσω;
Αφού δε με έμαθες τι θα πει αγάπη, με ποιον τρόπο θα μπορέσω εγώ να φτιάξω τη ζωή μου; Πώς θα επιτρέψω σε κάποιον να με αγαπήσει; Έχεις αναρωτηθεί αν ξέρω τι είναι αγάπη; Σε ένοιαξε ποτέ πραγματικά ο λόγος που ακόμα δεν έχω καταφέρει να φτιάξω τη ζωή μου;
Αχ, μπαμπά μου! Το ξέρω πως πολλές φορές –όταν καταφέρνεις να ‘σαι νηφάλιος– αναρωτιέσαι αν είμαι ευτυχισμένη. Θυμώνεις με τις επιλογές μου και προσπαθείς να επέμβεις. «Δεν κάνει αυτός για ‘σένα, δεν το βλέπεις; Σκορπάει τα λεφτά του, από ‘δω και από ‘κει σε δευτερόλεπτα. Δε σε υπολογίζει» μου λες, κι εγώ απλώς σε κοιτάζω και περιμένω να με τραβήξεις από ‘κει που εσύ με έριξες. Αυτό χρειάζομαι, μπαμπά. Να πετάξεις αυτό που σε κατατρώει και να με αγκαλιάσεις.
Αν μπορούσαμε να μιλήσουμε ειλικρινά, να μου παραδεχτείς κάθε σου αδυναμία, να κλάψεις στην αγκαλιά μου, πίστεψέ με, θα ήμουν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος. Δε χρειάζομαι έναν μπαμπά δυνατό, έχω ανάγκη από έναν μπαμπά αληθινό. Εκείνον που παραδέχεται τα λάθη και τις αδυναμίες του και προσπαθεί να τις βελτιώσει. Εκείνον που μου δίνει κίνητρο να προχωρήσω στη ζωή. Μακάρι να ‘σουν εθισμένος στην αγκαλιά μου. Θα ‘χαμε καταφέρει τόσο πολλά!
Δε θα σου πω πως ευθύνεσαι εσύ για όλη αυτή την κατάσταση. Έπαψα να σου ρίχνω ευθύνες. Δεν έχω πια θυμό, ούτε άλλα δάκρυα. Αυτό που θα σου πω είναι ότι λυπάμαι πραγματικά για όσες στιγμές χάθηκαν άδικα. Για όσα δε ζήσαμε ως πατέρας και κόρη. Για όσα δεν έχω να πω για τον μπαμπά μου.
Μπαμπά, μην πίνεις άλλο…
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη