Ώρα πέντε το πρωί. Ξυπνάς να πιεις νερό κι όπως πηγαίνεις στην κουζίνα τα χάνεις. Ψάχνεις να βρεις τον καναπέ αλλά πουθενά. Ψάχνεις το τραπεζάκι που ακουμπάς το φαγητό σου τα μεσημέρια αλλά τίποτα. Κρύος ιδρώτας. Δεν μπορεί. Εδώ ήταν, σκέφτεσαι. Πανικοβάλλεσαι μέχρι που η αδερφή σου ξεπροβάλλει με τις pointe στο χέρι κι εσένα σε πιάνει σπαστικό γέλιο.

«Γιατί γελάς» σε ρωτάει και δεν μπορείς να πάρεις ανάσα. Την κοιτάς από πάνω μέχρι κάτω κι αναρωτιέσαι σε ποιον έμοιασε. Φοράει ένα μπεζ καλσόν –που ποτέ σου δεν κατάλαβες ποιος και γιατί επέλεξε αυτό το χρώμα– ένα φούξια κορμάκι και κάτι ροζ γκέτες. Είχε, λέει, άγχος κι ήθελε να κάνει πρόβα για την παράσταση που είναι σε τρεις μήνες! Μα καλά, πώς είναι δυνατόν να ‘χει τόση ενέργεια ένας άνθρωπος στις 5 το πρωί; Πώς γίνεται να θέλει να χορέψει στις 5 το πρωί;

Και κάπως έτσι, περνάνε απ’ το μυαλό σου όλες εκείνες οι στιγμές από όταν ήσασταν παιδιά. Η ώρα του χορού ήταν ιερή. Μία ώρα πριν φύγει για το μάθημα ξεκινούσε να φτιάχνει τα μαλλιά της κι εσύ της έδινες υπομονετικά τα τσιμπιδάκια. Πήγαινες πού και πού και τη χάζευες στα μαθήματα. Τρελαινόσουν με το πόσο πειθαρχημένη και προσηλωμένη ήταν, σε αντίθεση με τη συμπεριφορά της στο σπίτι, όπου σκορπούσε ολημερίς κι ολονυχτίς τα ρούχα της σε όλα τα δωμάτια. Ζήλευες αρκετά την αυτοπεποίθησή της κι ευχόσουν να είχες κι εσύ ένα τέτοιο πάθος. Μόνο το βλέμμα της αρκούσε για να σε ταξιδέψει στα πιο ονειρεμένα παραμύθια και να σε βγάλει απ’ τη ρουτίνα. Μόλις τελείωνε το μάθημα, φασαρία, γέλια, φωνές, μέχρι να γυρίσετε σπίτι και να γκριζάρει πάλι λίγο το παραμύθι.

Καλσόν ματωμένα, πόδια γεμάτα πληγές, δάχτυλα που δε θα ήθελες να έχεις κι η αδερφή σου να παλεύει με τον πόνο της, χωρίς να χάνει το χαμόγελό της. «Μην ανησυχείς» σου έλεγε, καθώς παρατηρούσε το τρομαγμένο σου βλέμμα. Μα πώς είναι δυνατόν να μην ανησυχείς όταν τη βλέπεις έτσι; Πώς γίνεται να μην κρίνεις όλα αυτά που παρατηρείς; Μελανιές, αίματα, πόνος! Γίνεται να μην την ενοχλούν όλα αυτά; Κι όμως, δεν τη νοιάζουν.

Το αντιλαμβάνεσαι κάθε καλοκαίρι, όταν τη θαυμάζεις στις παραστάσεις. Εκεί συνειδητοποιείς πως ο κόπος της είχε νόημα. Σου εξηγεί πως όλη τη χρονιά περιμένει αυτό το συναίσθημα που νιώθει πάνω στη σκηνή. Αυτό που όταν ανεβαίνει εκεί ψηλά, χορεύει μόνο για εκείνη! Δεν τη νοιάζει ποιος είναι από κάτω και γιατί. Απλώς η μουσική δίνει ρυθμό στο χτύπο της καρδιάς της και δε θα ήθελε να φανταστεί κάπως αλλιώς τα καλοκαίρια της, ούτε τη ζωή της ολόκληρη.

Και τι δε θα έδινες να έκλεβες λίγη απ’ την ευτυχία της εκείνη τη στιγμή. Τώρα καταλαβαίνεις γιατί τόσος πόνος είναι κάποιες φορές αμελητέος. Είναι στη φύση του ανθρώπου να κάνει θυσίες για την ευτυχία. Άλλοι δουλεύουν 15 ώρες τη μέρα, άλλοι δε δουλεύουν και κάθονται στο σπίτι με τα παιδιά τους, άλλοι επιλέγουν να μην κάνουν παιδιά γιατί έτσι είναι ευτυχισμένοι. Και φυσικά υπάρχει και μια άλλη κατηγορία ανθρώπων, που κλείνονται στην αδράνειά τους για να μην ταλαιπωρηθούν, για να μη χάσουν τον εαυτό τους, που δεν προσπαθούν για να μην απογοητευτούν, χάνοντας έτσι το νόημα της ζωής.

Τους βλέπεις απλώς να περιφέρονται και να γκρινιάζουν για τη ζωή τους και για εκείνους που τους κατάντησαν έτσι. Κι εκεί λιγάκι τρελαίνεσαι. «Παιδιά, ζήστε!» θέλεις να φωνάξεις κι η φωνή σου να ηχήσει στα αφτιά όλου του κόσμου!

Δεν είναι δυνατόν να τα παρατάτε τόσο εύκολα. Τι κι αν χτυπήσεις; Τι κι αν πονέσεις; Τι κι αν δεν τα καταφέρεις με την πρώτη; Η ζωή δε σταματά να σου δίνει ευκαιρίες, όσο εσύ της δείχνεις πως τις αξίζεις. «Κάθε μέρα είναι μια καινούργια ευκαιρία» σκέφτεσαι και βάζεις στόχο να τη ζεις στο έπακρο.

Από σήμερα αποφάσισες να αρχίσεις να σβήνεις τα απωθημένα σου απ’ τη λίστα, ξεκινώντας απ’ το μεγαλύτερό σου.

Μην το αφήσεις να χαθεί, κυνήγησέ το!

 

Συντάκτης: Ιωάννα Αποστολάκου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη