Κανονίζεις με τα φιλαράκια να βολτάρεις, ξέρεις, μωρέ, για κάτι χαλαρό. Κι εκεί που απολαμβάνεις αμέριμνα το ποτάκι σου, παρατηρείς ένα παιδί απ’ το απέναντι τραπέζι να σε κοιτάζει επίμονα. Κοιτάς κι εσύ κι έτσι αρχίζει το παιχνίδι. Να σου οι ματιές, να σου και τα χαμόγελα. Σε γλυκοκοιτάζει και πού και πού σου αφιερώνει και κανένα τραγουδάκι.
Μέχρι που ξαφνικά μετακομίζει με την παρέα του, δίπλα σου. Σου δίνει το χέρι του κι αρχίζετε να τα λέτε. Χωρίς να το καταλάβεις αρχίζει να σε κερνάει τη μια τεκίλα πίσω απ’ την άλλη και φτάνεις σε σημείο να μη θυμάσαι ούτε το όνομά σου. Εκείνη την ώρα περνάς φανταστικά και παρά τις συμβουλές των δικών σου φίλων, δε σταματάς να πίνεις, γιατί δε θες και να χαλάσεις τη χαλαρή ατμόσφαιρα, ούτε να προσβάλλεις το πρόσωπο -όχι να βγεις και σνομπ. Και κάπως έτσι, πέρασαν οι ώρες και σχεδόν ξημέρωσε.
Έφτασε η ώρα το μαγαζί να κλείσει, αλλά κανείς απ’ τους δυο σας δε θέλει να γυρίσει σπίτι. Όχι μόνος. Περνάτε τόσο όμορφα κι έτσι αποφασίζετε να περάσετε λίγο ακόμα χρόνο μαζί, ίσως σε κάποιο κρεβάτι. Φαινόταν απ’ το πρώτο βλέμμα ότι θα ‘χετε χημεία. Το αισθάνθηκες απ’ τον πρώτο χορό. Απ’ το πρώτο άγγιγμα, όταν ακόμα δεν είχε επιδράσει η τεκίλα στις αισθήσεις και τη μνήμη σας.
Δε χάνετε χρόνο, πηγαίνετε σε ένα κατάλληλο χώρο για να γνωριστείτε (πολύ) καλύτερα, if you know what I mean. Η πόρτα κλείνει και μένετε οι δυο σας. Το αλκοόλ που ρέει στο αίμα σας έχει μειώσει κάθε αντίσταση κι έτσι, ρίχνοντας συστολές, άμυνες κι αμηχανίες, μπαίνετε αμέσως στο ψητό. Και πάνω που αρχίζετε τα ερωτικά κολπάκια, συνειδητοποιείς ότι δεν μπορείς να συντονιστείς με τίποτα.
Σου είναι αδύνατον να επικεντρωθείς στη στιγμή με όλες σου τις αισθήσεις και να νιώσεις το κορμί του άλλου πάνω στο δικό σου. Το προσπαθείς ξανά αλλά μάταια. Οι αισθήσεις σου δεν είναι με το μέρος σου και κάπου το χάνεις. Παρατηρείς πως κι εκείνος δυσκολεύεται, αλλά δε σου λέει τίποτα. Ίσως και να ντρέπεται, να νιώθει άβολα. Ποιος ξέρει;
Το κεφάλι σου είναι έτοιμο να σπάσει, αλλά εσύ εκεί, το παλεύεις μέχρι τέλους. Δε γίνεται να σε νικήσει η τεκίλα. Αντιστέκεσαι στη ζαλάδα που νιώθεις, αλλά κάποια στιγμή σταματάς, γιατί σου έρχεται εμετός. Λες να το πάτε με λίγο πιο αργό ρυθμό κι εκεί που είχατε αρχίσει να το βρίσκετε, το χάνετε πάλι. Κι άντε ξανά απ’ την αρχή.
Περνάει λίγη ώρα, αλλά τα καταφέρνετε. Βρίσκετε –κάπως– τους ρυθμούς σας και πριν προλάβεις να συνειδητοποιήσεις ότι ερεθίζεσαι, πέφτει πάνω σου σχεδόν λιπόθυμος και χαμογελαστός κι εσύ θες να τραβήξεις τα μαλλιά σου. Δεν είναι δυνατόν, σκέφτεσαι. Απλώς θα κουράστηκε. Μόνο τρία λεπτά πέρασαν. Τον σκουντάς κι απ’ το βλέμμα του καταλαβαίνεις ότι η σεξουαλική σας επαφή μόλις ολοκληρώθηκε.
Δε σου έφτανε ο πονοκέφαλος κι η αμνησία, τώρα πήρες και την ξενέρα, αφού από ικανοποίηση μηδέν. Δεν τα παρατάς, όμως. Αποφασίζεις να περιμένεις λιγάκι –αν και δεν έχεις και πολλές δυνάμεις– και να συνεχίσεις τις προσπάθειες. Ε, δε γίνεται να φύγεις έτσι από εκεί. Βλέπεις και τον παρτενέρ σου αρκετά θερμό και δεκτικό και δε χάνεις ευκαιρία. Με ό,τι δυνάμεις σου έχουν απομείνει το παλεύεις, όμως το σώμα του δεν ακολουθεί.
Προσπαθείς μία, προσπαθείς δύο και δεν αντέχεις κι εσύ άλλο. Δεν έχει ανταπόκριση όλο αυτό που κάνεις και κάπου εκεί, ξενερώνεις τελειωτικά. Θα το ήθελες πολύ να μην ήταν αυτή η πραγματικότητα, αλλά θα φύγεις από εκεί χωρίς να ‘χεις ευχαριστηθεί την επαφή σας και μ’ ένα hangover μπόνους.
Τι τις ήθελες τις τόσες τεκίλες; Αφού το ξέρεις ότι μετά μαζί με τις άμυνές σου πέφτουν κι όλα τα άλλα∙ συγκέντρωση, επιδόσεις, απόλαυση. Μιαν άλλη, πιο νηφάλια, φορά, λοιπόν.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη