Όλοι μας συναναστρεφόμαστε αρκετό κόσμο καθημερινά. Κάποιοι από αυτούς είναι οικογένειά μας, άλλοι είναι φίλοι μας, άλλοι συνάδελφοί μας κι άλλοι απλοί γνωστοί ή ακόμη και ξένοι. Με κάποιους απ’ αυτούς συζητάμε μόνο καθημερινά θέματα και με άλλους εμβαθύνουμε σε πράγματα που μας απασχολούν περισσότερο. Όνειρα, στόχους, φόβους, σχέδια, περιμένοντας τη στήριξη και την κατανόησή τους.

Κάθε φορά λοιπόν που κάποιος προσπαθεί να πλησιάσει τα όνειρά του, θέλοντας να του δώσουμε θάρρος και κουράγιο, θα του πούμε το κλασικό «δε σε φοβάμαι εσένα». Έχετε αναλογιστεί όμως τι θα μπορούσε να προκαλέσει αυτή η στάση στον άνθρωπο που έχουμε απέναντί μας;

Είναι μόνο τέσσερις λέξεις, αλλά φέρουν ιδιαίτερα βαρύ, συναισθηματικό φορτίο. Δημιουργούν προσδοκίες επιτυχίας, αλλά συγχρόνως και φόβο αποτυχίας. Ο άλλος ενδόμυχα αισθάνεται την υποχρέωση να καταφέρει, όσα σας έχει εκμυστηρευτεί, ακόμη κι αν αυτά αφορούν τη δική του ζωή κι όχι τη δική σας.

Νιώθει πλέον δέσμιος της εμπιστοσύνης που έχετε στις δυνάμεις του και δε θέλει να σας απογοητεύσει. Αυτόματα του δείχνετε πόσο ψηλά τον έχετε με αποτέλεσμα να φοβάται, μήπως πέσει απότομα και αγχώνεται ακόμη περισσότερο. Σκέφτεται τρόπους να σας πει ότι απέτυχε, πριν καλά-καλά ξεκινήσει να υλοποιεί το σχέδιό του.

Με τη φράση «δε σε φοβάμαι εσένα» δε βοηθάτε το φίλο, σύντροφο ή ακόμη και το παιδί σας να πιστέψει στον εαυτό του, αντιθέτως του δημιουργείται το βάρος μιας ενδεχόμενης αποτυχίας. Εκείνη τη στιγμή που μοιράζεται μαζί σας τα σχέδιά του έχει την ανάγκη να νιώσει ότι μπορεί να ακουμπήσει πάνω σας, αν κάτι δεν πάει καλά. Θέλει να ξέρει, ακόμη κι αν δε χρειαστεί ποτέ, ότι αν αποτύχει θα έχει κάποιον να τον στηρίξει σε κάθε του νέο εγχείρημα, ακόμη και σε αλλαγή πορείας.

Θα προτιμούσε λοιπόν να ακούσει τα εξής: «Θα είμαι δίπλα σου σε ό,τι χρειαστείς» ή «αν χρειαστείς κάτι μη διστάσεις να το ζητήσεις». Οι λέξεις έχουν αρνητικό ψυχολογικό αντίκτυπο όταν τις χρησιμοποιούμε σε λάθος χρονική στιγμή, παρόλο που εμείς το κάνουμε με καλή πρόθεση.

Οφείλουμε λόγω των συναισθηματικών δεσμών που μας δένουν με τον άνθρωπό μας να του δημιουργήσουμε το αίσθημα της ασφάλειας κι όχι της ανασφάλειας. Να τον κάνουμε να πιστέψει στον εαυτό του και να καταλάβει ότι δεν είναι μόνος στον αγώνα που τον περιμένει. Να νιώσει σίγουρος για τις δυνάμεις του, αλλά να μην προεξοφλήσουμε το αποτέλεσμα αγχώνοντάς τον. Να τον βοηθήσουμε να γεμίσει τις μπαταρίες του και να ρισκάρει πιο εύκολα, κάτι που θα τον φέρει πιο κοντά στην εκπλήρωση του στόχου του.

Δε θέλει να κάνετε δικό σας τον προβληματισμό του, αλλά θέλει να νιώσει ότι είστε το στήριγμά του. Θέλει να του βρείτε ένα-δυο εναλλακτικές σε περίπτωση που δεν τα καταφέρει, δείχνοντάς του ότι θα φτάσει εκεί που έχει ονειρευτεί ό,τι κι αν γίνει. Ίσως με κάποια μικρή χρονοκαθυστέρηση, αλλά θα φτάσει. Κι εσείς θα είστε εκεί, σε κάθε βήμα. Σε κάθε ανάγκη που ίσως δημιουργηθεί κατά το ταξίδι του αυτό.

Σκεφτείτε για παράδειγμα ότι κάθε παιδί που διανύει το δρόμο προς τις πανελλήνιες δεν έχει την ανάγκη ν’ ακούσει ότι θα τα καταφέρει, αλλά ότι θα έχει κάποιον να συζητήσει ανά πάσα στιγμή κάποιο πρόβλημα που μπορεί να προκύψει. Είναι τόσο απρόσωπη η πρώτη στάση, τόσο αποστασιοποιημένη. Είναι σαν να έχετε ήδη πάρει θέση να τον συγχαρείτε ενώ ο δρόμος είναι το δύσκολο κομμάτι, όχι η στιγμή του αποτελέσματος.

Δεν έχει καν νόημα να το αναφέρετε. Ακόμη και στην περίπτωση που κάποιος φίλος σας απολύθηκε και έχει ένα σωρό υποχρεώσεις, δεν τον ενδιαφέρει να ακούσει από εσάς ότι θα τα καταφέρει, ότι θα σταθεί στα πόδια του και ότι εσείς το γνωρίζετε αυτό. Ότι έχει δύναμη το ξέρει κι ο ίδιος, το στήριγμα του λείπει.

Ελάτε πιο κοντά στους ανθρώπους που σημαίνουν κάτι για εσάς. Σε εκείνους που σας στήριξαν ή τους στηρίξατε εσείς. Σε όλους αυτούς, ίσως να μην είναι πολλοί, που γουστάρετε να βοηθήσετε.  Τώρα είναι η στιγμή. Τώρα που σας χρειάζονται. Δηλώστε απλώς την παρουσία σας στη ζωή τους, ακόμη κι αν δε σας χρειαστούν ποτέ στην πραγματικότητα!

 

Συντάκτης: Ιωάννα Αποστολάκου
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου