Ευλογημένος αυτός που έχει μια ζωή φυλαγμένη σε λευκώματα, βιβλία, σχολικά τετράδια και φωτογραφίες. Αυτός που ανοίγει το ντουλαπάκι πάνω στο γραφείο και βλέπει εκεί μια στοίβα από θησαυρούς που τον περιμένουν να τα φυλλομετρήσει. Αυτός που έχει μια ζωή γεμάτη και που αυτό του το θυμίζουν τα λευκώματα.
Λεύκωμα: βιβλίο με πολλές λευκές σελίδες, στο οποίο γράφονται απ’ τον κάτοχο ή φιλικά του πρόσωπα σύντομες σκέψεις ή άλλα κείμενα προσωπικού χαρακτήρα. Με λίγα λόγια, λεύκωμα: βιβλίο με πεπερασμένο αριθμό σελίδων, αλλά άπειρο αριθμό αναμνήσεων και συναισθημάτων.
Σε πιάνει ξαφνικά μια επιθυμία, μια επιθυμία γνωστή, που την έχεις ξανανιώσει στο παρελθόν και που σου είναι πολύ οικεία. Μια επιθυμία να συναντήσεις ανθρώπους, παλιόφιλους, να έρθεις σε επαφή με σκέψεις κι απόψεις. Κατευθύνεσαι χωρίς να το πολυσκεφτείς στο μέρος όπου έχεις καλά φυλαγμένα αυτά τα τετράδια-θησαυρούς που τα κλείδωνες μην τα διαβάσει κανείς άλλος. Με κανέναν δεν ήθελες να μοιραστείς αυτήν την περιουσία.
Ανοίγεις την πρώτη σελίδα. Ονοματεπώνυμο κατόχου του λευκώματος, φωτογραφία και λίγα λόγια από καρδιάς. Κι εκεί είναι που σταματά και η αρίθμηση των σελίδων. Από εδώ και στο εξής όποιος το έπαιρνε αυτό το λεύκωμα το άνοιγε κι εκεί που το άνοιγε ξεκινούσε να γράφει. Λόγια, λόγια, λόγια, συναισθήματα, θύμισες, σκέψεις, εξομολογήσεις.
Το να γράφεις σε λεύκωμα σημαίνει κατάθεση ψυχής. Αυτό συνειδητοποιείς κι εσύ ο ίδιος τη στιγμή που το διαβάζεις. Και τώρα είναι που καταλαβαίνεις επίσης το λόγο που δεν ήθελες να το δίνεις σε όλους. Όχι, στο λεύκωμα δε γράφει όποιος να ΄ναι, αυτό είναι νόμος. Κανένας μας δεν έχει με τον Α τη σχέση που έχει με τον Β και δεν έχει με τον Β τη σχέση που έχει με τον Γ. Άλλοι είναι περισσότερο σημαντικοί για εμάς κι άλλοι λιγότερο. Μόνο αυτοί που αξίζουν παίρνουν το λεύκωμά μας.
Δίνουμε, λοιπόν, το λεύκωμα σε αυτούς που μας σημάδεψαν, που μας στιγμάτισαν, που έπαιξαν στη ζωή μας κάποιο ρόλο, που άλλαξαν αυτήν, που άλλαξαν εμάς. Το δίνουμε σε αυτούς που μας έκαναν να νιώσουμε. Όποιο συναίσθημα κι αν ήταν αυτό, είτε θετικό είτε αρνητικό. Όλα θέλουμε να καταγραφούν από εκείνους τους ίδιους που μας έκαναν να νιώσουμε αυτά. Εμείς ξέρουμε πώς νιώσαμε. Δεν ξέρουμε, όμως, πώς ένιωσαν εκείνοι στα αλήθεια.
Δίνουμε το λεύκωμα σε ανθρώπους που θα φανούν ειλικρινείς και δε θα υποκριθούν. Δεν υποκρίνεσαι σε τέτοια πράγματα, γράφεις μόνο ό,τι νιώθεις. Γράφεις λες και μετά αυτά τα χαρτιά θα καούν για να μην τα ξαναδείς μπροστά σου. Γράφεις γεμάτος ειλικρίνεια κι αλήθεια, όπως θα ήθελες κι οι άλλοι να εκφραστούν σε σένα για σένα. Γι’ αυτό δε θα εκμεταλλευτείς αυτό το ιερό τετράδιο, αυτήν την ιερή στιγμή για να υποκριθείς και να ρίξεις στάχτη στα μάτια αυτού που θα τα διαβάσει. Οφείλεις να φανείς τίμιος. Γι’ αυτό σου το εμπιστεύεται εξάλλου.
Διαβάζεις και διαβάζεις ξανά και ξανά. Και τι δεν ξεπροβάλλει απ’ τις λευκές σελίδες που έπαψαν πλέον να είναι λευκές. Το δωμάτιο γεμίζει ζωή, ανθρώπους, ομιλίες, γέλια, κλάματα. Δάκρυα τρέχουν απ’ τα μάτια σου, χαμόγελα ξεπετιούνται απ’ τα χείλη σου, ακούς στο μυαλό σου φωνές, διαβάζεις ακούγοντας τη φωνή αυτού που έγραψε αυτά μέσα στο μυαλό σου, σαν να σου μιλά. Όσος καιρός και να πέρασε από τότε που έχετε να μιλήσετε με αυτούς που σου έχουν γράψει, οι φωνές όλων είναι ακόμα καθαρές στο νου σου, σαν να μην πέρασε μία μέρα.
Ήξερες πολύ καλά τι έκανες τότε. Ήξερες πως θα ερχόσουν κάποια στιγμή σε αυτό το σημείο να θέλεις να ξεσκονίσεις γωνιές του ώριμου πλέον μυαλού σου. Γιατί πολύ απλά δεν ήθελες να ξεχάσεις ανθρώπους και στιγμές. Δεν ήθελες να φύγει κανείς από μέσα σου, καλός ή κακός. Το λεύκωμά σου ήταν ένας τρόπος να φέρνεις κοντά σου ό,τι έχεις επιθυμήσει και νοσταλγήσει, όποτε και να το ένιωθες αυτό.
Φέρνεις όλους τους ανθρώπους που έχουν αφήσει το στίγμα τους στην καρδιά σου και στις γραμμές του κοντά σε σένα και κοντά μεταξύ τους. Γίνονται όλα ένα, όλοι μια αγκαλιά μέσα στην ψυχή και στο μυαλό σου.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη