Μα ποιος μπορεί να αρνηθεί τη μαγεία που εξαπλώνει παντού η νύχτα με την άφιξή της; Ποιος μπορεί να αρνηθεί το φεγγάρι σαν βασιλιά όταν κάνει την εντυπωσιακή του είσοδο στο παλάτι του σκοταδιού; Και σαν εμφανιστεί το φεγγάρι κάνουν την εμφάνισή τους οι πιο τρελές ιδέες, τα πιο τρελά όνειρα, τα πιο απίθανα τοπία που μπορεί να θέλει κάποιος να επισκεφτεί, τα πιο απαγορευμένα λόγια που να θέλει να πει, οι πιο τρομακτικές σκέψεις που θέλει να κάνει. Όταν κάποιος μένει ξύπνιος τη νύχτα προλαβαίνει να τα σκεφτεί όλα αυτά, αλλά και να τα ζήσει.
Πολλοί είναι αυτοί που ανυπομονούν για την άφιξη της νύχτας κι όλοι αυτοί για διαφορετικούς λόγους. Όταν περιμένει κανείς να πέσει το σκοτάδι δε σημαίνει πως θέλει απαραίτητα να πάει να τα πιει σε μπαράκια και clubs. Το να μένεις ξάγρυπνος όλη τη νύχτα απλά για να βγαίνεις και να διασκεδάζεις είναι η πιο εύκολη απόφαση.
Κάποιοι περιμένουν πώς και πώς το φεγγάρι να τους χαμογελάσει απ’ το παράθυρο για να αποφασίσουν για ακόμη μια φορά να κλειστούν σε ένα δωμάτιο και να δουν τα πιο ζωντανά οράματα, να συζητήσουν με τα άγρια τέρατα που κρύβονται κάτω απ’ τα κρεβάτια τους, να αναλογιστούν με τα τρομακτικά φαντάσματα που είναι θαμμένα στην καρδιά τους.
Με τίποτα δε θέλουν να χάσουν τέτοιες βραδιές. Μένουν ξύπνιοι μέχρι να φανούν οι πρώτες αχτίνες του ήλιου με τις οποίες θα χαθούν σε κλάσματα δευτερολέπτου κι οι φίλοι τους που τους κρατούσαν συντροφιά κατά τη διάρκεια ολόκληρης της νύχτας μέσα στο αποπνιχτικό δωμάτιο.
Κι όταν φανεί ο ήλιος ας κοιμηθούν, δε θα χάσουν και τίποτα, θα ξυπνήσουν κατά το μεσημέρι περιμένοντας πάλι το βράδυ να έρθει να τους συναντήσει. Να τους συναντήσει πάλι για να γράψουν στο πλάι του την πιο παράξενη κι αλλόκοτη μουσική, τα πιο πονεμένα ποιήματα, να μείνουν πιο ξάγρυπνοι από ποτέ.
Είναι κι αυτοί που με το που πέφτει το φως του ήλιου δεν αφήνουν να πάει χαμένο ούτε ένα λεπτό με το ταίρι τους, με το αγαπημένο τους πρόσωπο. Χάδια στο χαλί του σαλονιού, αγκαλιές στα παγκάκια του πάρκου, φιλιά, γρήγορες ανάσες και χτυποκάρδια στο κρεβάτι του έρωτα.
Δώρο γι’ αυτούς το μαύρο πέπλο της νύχτας που τους σκεπάζει σιωπηλά κι ανενόχλητα. Κι ας αργούν να κοιμηθούν μη θέλοντας να τελειώσει το βράδυ αγκαλιασμένοι με το αγαπημένο τους πρόσωπο. Μαζί κι αχώριστοι μέχρι να ξυπνήσουν μαζί αργά την επόμενη μέρα εκεί που τους άφησε η νύχτα. Και να ετοιμαστούν για να έρθει να τους ξαναβρεί.
Κάποιοι άλλοι, όμως, περιμένουν το βράδυ για να εξομολογηθούν τα πιο ανείπωτα λόγια. Λόγια που δε θα ξεστόμιζαν με τίποτα στο φως της ημέρας, λόγια που είναι οτιδήποτε άλλο παρά λόγια του αέρα, λόγια αγάπης, λόγια ερωτικά, λόγια τελειωτικά που ούτε οι ίδιοι δεν ξέρουν πού θα τους οδηγήσουν, σε ποιον παράδεισο ή σε ποια κόλαση.
Μα ποιος μπορεί να το κάνει αυτό σαν λάμπει ο ήλιος και που δεν μπορεί να του ξεφύγει η παραμικρή λεπτομέρεια; Έχει κανείς τα κότσια να δει ολοκάθαρο το πρόσωπο του άλλου απέναντί του και να του εξομολογηθεί λόγια κι αλήθειες που ούτε σε ταινίες δεν έχουν ειπωθεί ποτέ; Να κάνει κινήσεις τολμηρές, κινήσεις που θα φρικάρουν το απέναντι πρόσωπο ή θα το εντυπωσιάσουν; Κανείς.
Κι ας αργούν να κοιμηθούν κλαίγοντας στο αυτοκίνητο σε ένα απομονωμένο μέρος από ντροπή κι από ανεκπλήρωτο έρωτα, από ζήλια κι ενοχές. Είναι μέχρι να τους βρει το πρωί, είναι μέχρι να ξυπνήσουν κι οι υπόλοιποι άνθρωποι απ’ τους οποίους και κρύβονται. Τότε είναι η κατάλληλη στιγμή να πάνε για ύπνο, να πάρουν δυνάμεις για να ξυπνήσουν αργά μέσα στη μέρα με μάτια φουσκωμένα σαν ξεχασμένα μπαλόνια σε υπόγειο.
Δεν τους νοιάζει που έχασαν τη μισή μέρα. Τους φτάνει που έζησαν τη νύχτα ολόκληρη μη χάνοντας λεπτό, σαν σε κινηματογράφο που είναι απαραίτητο το να παρακολουθήσεις το κάθε λεπτό της ταινίας για να ικανοποιηθείς. Αυτό θέλουν, αυτός είναι ο σκοπός τους.
Επιμέλεια Κειμένου Έλενας Παπαγεωργίου: Πωλίνα Πανέρη