Το Δικαίωμα στη λήθη ή αλλιώς “right-to-be-forgotten” στα αγγλικά, ονομάζεται το δικαίωμα ενός ατόμου να ζητήσει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας τη διαγραφή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. Είναι υποχρεωμένες οι μηχανές αναζήτησης να διαγραφούν αποτελέσματα που αφορούν προσωπικά δεδομένα;
H απάντηση στο ερώτημα αυτό δόθηκε στην απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), που εκδόθηκε στις 13 Μαΐου 2014 στην υπόθεση C-131/12 Google Spain SL και Google Inc v. ΑΕΡD και Mario Costeja Gonzalez. Στην εν λόγω υπόθεση το Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης προέβη σε σημαντικές διαπιστώσεις αναφορικά με την ευρωπαϊκή νομοθεσία περί προστασίας προσωπικών δεδομένων και κυρίως αναγνώρισε το δικαίωμα εκείνων που αφορούν τα προσωπικά δεδομένα να ζητούν τη διαγραφή των αποτελεσμάτων που παράγονται από τις μηχανές αναζήτησης στο Διαδίκτυο. Το δικαίωμα αυτό αναφέρεται ευρέως ως το «δικαίωμα στη λήθη» .
Το υποκείμενο των δεδομένων λοιπόν, όπως ονομάζεται στην ορολογία, έχει το δικαίωμα να ζητήσει διαγραφή των πληροφοριών που το αφορούν από το διαδίκτυο όταν θεωρεί ότι τα αποτελέσματα της αναζήτησης προς εκείνο είναι αναληθή, ανεπαρκή, άσχετα ή υπερβολικά σε συνάρτηση με το σκοπό είτε της αναζήτησης είτε και του χρονικού διαστήματος που μεσολάβησε από τη στιγμή της ανάρτησης και του τώρα. Τα δεδομένα βέβαια υπόκεινται σε ειδικές περιπτώσεις, όπως η φύση των πληροφοριών, ο ευαίσθητος χαρακτήρας τους, ο ρόλος του ατόμου στη δημόσια ζωή, το κυρίαρχο ενδιαφέρον του ευρύτερου κοινού μιας και το δικαστήριο κατά τη διεξαγωγή του έκανε σαφές το γεγονός πως το δικαίωμα στη λήθη δεν είναι απόλυτο και πως ο διαχειριστής των πληροφοριών έχει δικαίωμα να εξεύρει μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ του ενδιαφέροντος του κοινού προς την αναζήτηση πληροφορίας αλλά και στην προστασία των προσωπικών δεδομένων.
Αν αναζητήσει κάποιος το όνομά του στο διαδίκτυο ίσως εκπλαγεί από τις πληροφορίες που θα ανακαλύψει για το πρόσωπό του. Τα social media είναι ένας από τα πιο ζωντανά παραδείγματα που μας προσφέρονται καθημερινά και μας δηλώνουν πως οι κινήσεις μας ή αλλιώς σε κοινή ορολογία τα «ποσταρίσματα ανεβαίνουν» και δημοσιοποιούνται πέραν του προφίλ μας και σε άλλες μηχανές αναζήτησης. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι πολλές φορές οι αναζητήσεις μας για ένα προϊόν παραδείγματος χάριν σε άλλες μηχανές αναζητήσεις εμφανίζονται και στα ιδιωτικά μας προφίλ. Χαρακτηριστικά παραδείγματα επίσης είναι και τα αποτέλεσμα που ίσως προκύψουν από τυχόν συλλογή πληροφοριών που τυγχάνουν επεξεργασίας, καταχώρησης ή αποθήκευσης πληροφοριών από δεδομένα υγείας, βιομετρικά, πολιτικά, πεποιθήσεων, εργασιών που περιέχουν προσωπικά δεδομένα, καθώς και ποινικού περιεχομένου, διώξεων, αδικημάτων ή υποθέσεων αστικής φύσεως.
Κάθε υπαρκτό πρόσωπο, του οποίου τα προσωπικά δεδομένα έχουν κοινοποιηθεί στο Διαδίκτυο, έχει το δικαίωμα να ζητήσει τη διαγραφή τους, προκειμένου να αναχαιτίσει την αναπαραγωγή τους και την ανάσυρση του παρελθόντος του σε πιθανή μελλοντική αναζήτηση. Βέβαια αυτό ως διαδικασία δεν είναι απλή αλλά απαιτεί νομικές κινήσεις. Η ευρεία τεχνολογική εξέλιξη στις ημέρες μας δεν επιτρέπει την εύκολη διαγραφή των προσωπικών δεδομένων εκτός από τις περιπτώσεις όπου η κοινοποίησή τους αποτελεί παραβίαση ιδιωτικής ζωής και προσβολή του ήθους και της ζωής του υποκειμένου των δεδομένων.
Η πληροφορία, μια οποιαδήποτε πληροφορία, θα πρέπει ίσως να είναι προσβάσιμη από όλους αρκεί στον κυβερνοχώρο ο κάθε ένας από εμάς να μπορεί ξεχωρίζει την πηγή της εκάστοτε πληροφορίας και να την επεξεργάζεται με κριτική σκέψη.
Το πού σταματά το δικαίωμα στην ενημέρωση ή και στην ασφάλεια του προσώπου και ξεκινούν τα δικαιώματα στην προσωπικότητα ή στα προσωπικά δεδομένα ή στην προσωπική ζωή καθώς και το πού σταματά η απαραίτητη ή χρήσιμη γνώση και ξεκινά το περιττό κουτσομπολιό ίσως να είναι δύο ερωτήματα που θα μας βάζανε σε βαθιές σκέψεις. Ίσως να είναι η απάντηση στην αναζήτηση για το αν η λήθη του διαδικτύου αποτελεί λύση στο να ξεχαστεί κάποιος, να χαθεί από τη μνήμη της επικαιρότητας, έτσι απλά, με ένα delete.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου