Οι περισσότεροι από εμάς σχεδόν καθημερινά χρησιμοποιούμε τα μέσα μαζικής μεταφοράς για να μετακινηθούμε στη δουλειά ή σε έναν οποιοδήποτε προορισμό. Αγαπημένο μετρό, ηλεκτρικός, λεωφορείο και δε συμμαζεύεται που λένε, όπου αν κάνεις μεγάλες διαδρομές και περνάς αρκετό χρόνο μέσα σε αυτά σίγουρα μαζί σου μεταφέρεις και την εκάστοτε διάθεσή σου. Κάθε στιγμή ό,τι κουβαλάς από τη μέρα σου αποτυπώνεται στις εκφράσεις του προσώπου σου, στο βλέμμα σου και στην όλη στάση του σώματός σου. Όπως φυσικά και στου συνεπιβάτη σου. Αλήθεια, σου έχει τύχει ποτέ να παρατηρήσεις τον κόσμο γύρω σου; Να σου τραβήξει κάποιος την προσοχή, να σου θυμίσει κάτι το παρουσιαστικό του, ακόμα και να κάτσεις να παρατηρήσεις τον τρόπο που κάθεται, κοιτάζει, συμπεριφέρεται κι άθελά σου -ή και όχι- να φτιάξεις ένα προφίλ για τον άγνωστο-γνωστό που έχεις απέναντί σου;
Πρόσωπα προβληματισμένα, πρόσωπα χαμογελαστά, πρόσωπα νυσταγμένα ή ακόμα και φοβισμένα, πρόσωπα που κάτι έχουν να σου πουν. Κάθε μέρα συναντάμε χαρακτήρες που κουβαλάνε μαζί τους μια ιστορία. Τη δική τους ιστορία. Μια κοπέλα κοιτάει το κινητό της και χαμογελάει. Το σώμα της είναι χαλαρό, το βλέμμα της φωτίζει από μια λάμψη που καταλήγει μετασχηματισμένη σε χαμόγελο που φτιάχνει μια χαρούμενη καμπύλη στα χείλη. Είναι ερωτευμένη κι η ευτυχία αποτυπώνεται ξεκάθαρα στο πρόσωπό της.
Ένας άντρας στέκεται προβληματισμένος στο πλάι της πόρτας. Τα φρύδια του συνοφρυωμένα, σχηματίζουν μια οριζόντια γραμμή και τα σφιγμένα του χείλη δηλώνουν άγχος, ίσως ανάμεικτο με λίγο θυμό. Τα δάχτυλά του παίζουν νευρικά με το φερμουάρ του μπουφάν του κι ανά στιγμές τον παρατηρείς να ανασαίνει βαριά και νευρικά. Είχε μια δύσκολη μέρα κι αυτό είναι φανερό. Λίγο πιο πέρα ακούγεται ένας θυμωμένος μονόλογος. Η ένταση είναι ανεβασμένη κι ο τόνος της φωνής νευρικός κι επιτακτικός. «Σου εξήγησα ότι δεν μπορώ και δε λες να το καταλάβεις» ακούς και μπαίνεις αμέσως στο νόημα της κουβέντας. Άλλωστε οι παρεξηγήσεις μεταφράζονται και παίρνουν τη μορφή του καημού του καθενός για ό,τι θεωρεί πως δεν τον καταλαβαίνουν ή τον αδίκησαν. Μπορεί να είναι ο χωρισμός που θέλεις να ξεχάσεις, η φιλία που δε σε μέτρησε σωστά, μια κουβέντα με γονείς που δε λένε να συμμεριστούν την ανησυχία σου.
Μια παρέα εφήβων παραπέρα γελάει και κάνει αστεία δυνατά. Τα πειράγματα δίνουν και παίρνουν, είναι οι φασαριόζοι του βαγονιού. Κάποιους τους εκνευρίζει η βαβούρα που προκαλούν μα άλλοι χαίρονται με την παρουσία τους. Τους ακούνε και γελάνε, ξεχνάνε προς στιγμήν τις σκέψεις που τρέχανε στο μυαλό τους. Αναπολούν, άλλοι, τις δικές τους ανέμελες παρέες που στο παρελθόν περνούσαν ατελείωτες ώρες με βόλτες κι αράγματα, πειράγματα και δημόσιες καφρίλες. Κάπου σε μια γωνιά ένας ακόμη συνεπιβάτης χαζεύει νωχελικά από το παράθυρο με τη μουσική στο τέρμα και τον νου του να ταξιδεύει. Δεν τους ακούει.
Μια μικρογραφία της κοινωνίας βρίσκεται μέσα στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Πρόσωπα και βλέμματα που ίσως δε θα ξαναδείς ποτέ μα κάτι σου θυμίζουν, σου προκαλούν συναισθήματα της στιγμής, σου φτιάχνουν, σου χαλάνε τη μέρα. Κανένα από αυτά τα πρόσωπα δε θα καταλάβει τι σου προκαλεί μια τυχαία κουβέντα του, μια ενστικτώδης κίνηση, μια αυθόρμητη αντίδραση, μια σκέψη που θα καθρεφτιστεί στα μάτια του. Τόσο ίδιοι και ταυτόχρονα τόσο διαφορετικοί από εμάς άνθρωποι, σε τόσο κοντινή απόσταση.
Είναι οι άνθρωποι εκείνοι που θα προσπεράσεις καθώς θα περπατάς στο δρόμο, που θα συναναστραφείς όταν θα μπεις σε ένα κατάστημα να κάνεις μια αγορά, στην υπηρεσία που θα τρέξεις τη μια μέρα, στην καθημερινότητα που σε περιβάλλει. Αν το καλοσκεφτείς είναι συνοδοιπόροι μας. Ο κάθε ένας στον δικό του τον δρόμο σε μια προσωπική κατεύθυνση. Δρόμοι που τρέχουν παράλληλα και τούς διανύουμε με το ίδιο μέσο.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου