Σπουδαίοι ιμπρεσιονιστές σκηνοθέτες και σεναριογράφοι άφησαν μια υπέροχη παρακαταθήκη. Μας χάρισαν το σπουδαίο τους έργο και με τις ιδιαίτερες πινελιές τους μας ταξιδεύουν ως σήμερα, στη δική τους εποχή, όπου έζησαν κι επηρεάστηκαν. Ανάμεσα σε όλους τους εκλεκτούς καλλιτέχνες του κινηματογράφου και συγκεκριμένα, πρωτοπόροι του ιμπρεσιονιστικού ρεύματος, ήταν οι Louis Delluc, Sergei Eisenstein
και Jean Epstein.
Ο Louis Delluc γεννήθηκε στις 14 Οκτωβρίου του 1890 κι έζησε ώς 22 Μαρτίου του 1924, ήταν ιμπρεσιονιστής Γάλλος σκηνοθέτης, σεναριογράφος και κριτικός κινηματογράφου. Μετακόμισε στο Παρίσι από το Καντουίνο, το 1903 και ξεκίνησε την καριέρα του στην κριτική κινηματογράφου. Συνέχισε να επιμελείται το Le Journal du Ciné-club και το Cinéa, να ιδρύει κινηματογραφικές εταιρείες και να σκηνοθετεί επτά ταινίες. Ήταν ένας από τους πρώτους ιμπρεσιονιστές σκηνοθέτες κι οι ταινίες του είναι αξιοσημείωτες για την εστίασή τους σε συνηθισμένα γεγονότα και το φυσικό σκηνικό κι όχι σε περιπέτειες και γελοιότητες.
Πολλά από τα πρώιμα κινηματογραφικά του γραπτά για γαλλικές εφημερίδες συγκεντρώθηκαν στον τόμο Cinema et cie. Έγραψε επίσης ένα από τα πρώτα βιβλία για τον Τσάρλι Τσάπλιν. Ο Delluc σκηνοθέτησε την έβδομη ταινία του, L’Inondation (The Flood), το 1924. Τα γυρίσματα έγιναν σε πολύ κακές καιρικές συνθήκες κι ο ίδιος προσβλήθηκε από πνευμονία. Πέθανε στο Παρίσι αρκετές εβδομάδες αργότερα, πριν κυκλοφορήσει η ταινία.Το Prix Louis-Delluc, που δημιουργήθηκε το 1937, ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του. Ο Λουί είναι γνωστός για τις ταινίες: 1920: Fumée noire, 1920: Le Silence, 1920: Le Chemin d’Ernoa, 1921: Fièvre, 1921: Le Tonnerre, 1922 La Femme de nulle part και 1924: L’Inondation.
Ο Sergei Eisenstein, γεννήθηκε στις 22 Ιανουαρίου το 1898 και πέθανε στις 11 Φεβρουαρίου το 1948. Σοβιετικός σκηνοθέτης, ευρέως όμως γνωστός και στην Αμερική. Είναι γνωστός για τα τρία κλασικά φιλμ Battleship Potemkin (1925), Alexander Nevsky (1938) και Ivan the Terrible. Στην αντίληψή του για το μοντάζ ταινιών, οι εικόνες, ίσως ανεξάρτητες από την «κύρια» δράση, παρουσιάζονται με σκοπό το μέγιστο ψυχολογικό αντίκτυπο. Ο Αϊζενστάιν, αφού σπούδασε στο Ινστιτούτο Πολιτικών Μηχανικών, αποφάσισε να σταδιοδρομήσει στις πλαστικές τέχνες και μπήκε στη Σχολή Καλών Τεχνών. Με το ξέσπασμα της Ρωσικής Επανάστασης, κατατάχθηκε στον στρατό και βοήθησε στην οργάνωση και την κατασκευή αμυνών και στην παραγωγή ψυχαγωγίας για τα στρατεύματα. Έχοντας πλέον βρει την επαγγελματική του δραστηριότητα, μπήκε, το 1920, στο Θέατρο Proletkult (Θέατρο του Λαού) στη Μόσχα ως βοηθός διακοσμητής.
Γρήγορα έγινε ο κύριος διακοσμητής και μετά ο συνδιευθυντής. Ως εκ τούτου, σχεδίασε τα κοστούμια και τα σκηνικά για αρκετές αξιόλογες παραγωγές. Ταυτόχρονα, ανέπτυξε έντονο ενδιαφέρον για το θέατρο Kabuki της Ιαπωνίας, το οποίο επρόκειτο να επηρεάσει αργότερα τον κινηματογράφο. Δημοσίευσε το πρώτο του άρθρο για τις θεωρίες του μοντάζ στην επιθεώρηση Lef, που επιμελήθηκε ο μεγάλος ποιητής Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι. Ανέπτυξε πως στη θέση της στατικής αντανάκλασης ενός γεγονότος, που εκφράζεται με μια λογική εξέλιξη της δράσης, μπορεί να υπάρξει μια νέα μορφή: το «μοντάζ των αξιοθέατων», στο οποίο θα παρουσιάζονταν αυθαίρετα επιλεγμένες εικόνες, ανεξάρτητες από τη δράση, όχι με χρονολογική σειρά αλλά με οποιονδήποτε τρόπο θα δημιουργούσε το μέγιστο ψυχολογικό αντίκτυπο.
Αυτές οι αρχές καθοδήγησαν ολόκληρη την καριέρα του Αϊζενστάιν. Στις ρεαλιστικές ταινίες που ανέλαβε, ωστόσο, μια τέτοια τεχνική είναι αποτελεσματική μόνο όταν χρησιμοποιεί τα συγκεκριμένα στοιχεία που υπονοούνται στη δράση και χάνει την ισχύ του όταν τα σύμβολά του επιβάλλονται στην πραγματικότητα αντί να υπονοούνται από αυτήν. Έτσι, στο Strike, που αφηγείται την καταστολή μιας απεργίας από τους στρατιώτες του Τσάρου, ο Αϊζενστάιν αντιπαραθέτει πλάνα εργατών που κόβονται από πολυβόλα με πυροβολισμούς βοοειδών. Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό, αλλά η αντικειμενική πραγματικότητα παραποιήθηκε.
Γεννημένος στη Βαρσοβία και μεγαλωμένος στην Ελβετία, ο 24χρονος πρώην φοιτητής ιατρικής Jean Epstein βγάζει το πρώτο του βιβλίο. Μια φιλόδοξη μελέτη του γαλλικού ποιητικού μοντερνισμού με μεγάλο τίτλο La poésie d’aujourd’hui, δημοσιεύεται από έναν διάσημο πρωτοποριακό τύπο με το όνομα Éditions de la Sirène. Αυτή η γεύση της πνευματικής διασημότητας και μια υποσχόμενη δουλειά στη La Sirène ενθάρρυνε τον Epstein να μετακομίσει στη γαλλική πρωτεύουσα. Ταυτόχρονα, ήταν μέλος της πρώτης γενιάς κι εντυπωσιασμένος από κινούμενες εικόνες της 7ης τέχνης.
Καθώς αυτοί οι μελλοντικοί κινηματογραφιστές και θεωρητικοί του κινηματογράφου πλησίαζαν την ωριμότητα στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο καθένας άρχισε να εικάζει σχετικά με τους τρόπους με τους οποίους οι καλλιτεχνικές δυνατότητες του νέου μαζικού μέσου θα μπορούσαν να είναι ικανές να μεταμορφώσουν με μοναδικούς τρόπους τον κόσμο των κατεστραμμένων πολιτικών συστημάτων που είχαν κληρονομήσει. Γι’ αυτούς, ο κινηματογράφος ήταν η τέχνη του παρόντος, το μάτι της κάμερας ένα μοναδικό εργαλείο για να ξαναδούν τον κόσμο κι οι πολλαπλές νέες τεχνικές ταινιών ένας τρόπος αναμόρφωσης της εμπειρίας και της συνείδησης των μαζών.
Ο Epstein υποστήριξε τη χρήση κοντινών πλάνων για την αποφυγή αφηγηματικών τίτλων, ενέκρινε το ρυθμικό μοντάζ και τις μπραβούρες κινήσεις της κάμερας κι απέφυγε στατικά πλάνα και ιστορικά στυλ ερμηνείας. Οι τεχνικές του επικυρώθηκαν αμέσως από πολλούς στην αιχμή της γαλλικής παραγωγής ταινιών. Παρέμεινε στον κινηματογραφικό αγώνα για μεγάλο μέρος της δεκαετίας του 1920, καθώς χάραξε τη δική του πορεία μέσα από τις βιομηχανικές φατρίες και τα καλλιτεχνικά κινήματα, ενώ διεκδικούσε ευρύτερη πολιτιστική αναγνώριση. Ο Epstein δε χωρούσε σε κανένα από τα διαφορετικά στρατόπεδα που εμφανίστηκαν. Δεν υπερασπίστηκε-απέρριψε την προοπτική ενός φορμαλιστικού κινηματογράφου που υποστήριζαν κινηματογραφιστές όπως ο Henri Chomette, ο Viking Eggeling κι ο φίλος του Fernand Léger. Ούτε ήταν ντανταϊστής ή σουρεαλιστής όπως ο Man Ray ή ο Luis Buñuel. Ήταν ανεξάρτητος κι έπαιρνε τις δικές του ιδέες στα σοβαρά. Είναι γνωστός για τις ταινίες: Le Lion des Mogols(1924), Le Double Amour (1925), The Three-Sided Mirror (1927), Le Tempestaire (1947).
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου