Εξέλιξη, εξέλιξη κι άλλη εξέλιξη χρειαζόταν ο κινηματογράφος για να φτάσουμε στο σήμερα. Τα πρώτα χρόνια λοιπόν, ένα από τα προβλήματα που χρειαζόταν να λυθεί άμεσα για να υπάρχει συνοχή και να είναι ξεκάθαρη η ιστορία μια ταινίας στον θεατή, ήταν η αφηγηματική σαφήνεια. Οι κινηματογραφιστές έπρεπε να διηγούνται την ταινία στη μεγάλη οθόνη με σωστή, συνεχή ροή, έτσι ώστε να είναι ξεκάθαρη η ιστορία στον θεατή.
Το μοντάζ
Όντας στην εποχή του βωβού κινηματογράφου, χρησιμοποιήθηκαν μεσότιτλοι, για να αποδωθεί το νόημα της ιστορίας στις ενδιάμεσες σκηνές, καθώς αυτές οι σκηνές αποτελούνταν από σαφή γεγονότα ώσπου προέκυπταν αλλά γεγονότα κι ούτω καθεξής. Εκείνη ήταν κι η στιγμή που το μοντάζ πήρε θέση στον κινηματογράφο και μάλιστα τη σημαντικότερη. Μόνταραν μια ταινία όπως ακριβώς ήθελαν, ενώνοντας πλάνα μεταξύ τους για τη ροή της ιστορίας στο έργο τους, ανεξάρτητα από τον χώρο που γινόταν η λήψη της σκηνής.
Το κάδρο
Άλλη μια σημαντική εξέλιξη ήταν και το καδράρισμα των σκηνών έτσι ώστε να είναι αισθητή η παρουσία του βάθους στην εικόνα. Τοποθετούσαν τους ηθοποιούς σε συγκεκριμένα σημεία και με διαγώνιες κινήσεις μέσα στο πλάνο κατάφερναν να τονίσουν το βάθος στο πλάνο τους, καθώς επίσης δοκίμαζαν και τα κοντινά πλάνα. Επίσης, εστίαζαν περισσότερο πια και στην υποκριτική του ηθοποιού, με σκοπό να μεταφέρουν στους θεατές την ψυχολογία του. Για παράδειγμα, ο Griffith εστίασε περισσότερο σ’ ένα διαφορετικό και πρωτόγνωρο για την εποχή υποκριτικό ύφος, με βάση τις εκφράσεις του προσώπου.
Με μια εξαιρετική ομάδα ηθοποιών, η πρώτη ταινία που δοκιμάστηκε αυτό το υποκριτικό ύφος ήταν η “The painted lady” του 1912, η οποία κάνε αναφορά στην τραγική ιστορία μια σεμνής κοπέλας. Ο Griffith επιλέγει σε κάποια σημεία κάδρα πλάνου από τη μέση και πάνω και κυρίως κοντινά στις εκφράσεις των προσώπων. Έτσι, έως και το 1919, η παντομίμα κυριαρχούσε στο σινεμά, αλλά με περισσότερη έμφαση στις λεπτομέρειες του προσώπου. Σ’ αυτήν εποχή συναντάμε και τις τεχνικές καδραρισματος πλονζέ (high angle) & κόντρ πλονζέ (low angle), που αφορούσαν τη θέση ισχύος του υποκειμένου/αντικειμένου στο πλάνο ή και τη σχέση του με ό,τι αφορά την ιστορία.
Ενδιαφέρον είναι πως θα βρούμε κινηματογραφικό τρίποδο και περιστρεφόμενες κεφαλές στα χέρια των κινηματογραφιστών, να κάνουν τη δική τους δουλειά: για παράδειγμα, είχαν πλέον τη δυνατότητα να γυρίσουν πανοραμικά (pan) πλάνα ή και βέρτικαλ (tilt). Αυτές οι τεχνικές ήταν αναγκαίες για το επανακαδράρισμα των ηθοποιών. Ν’ αναφέρω πως ήταν σημαντικό, η δράση να εμφανίζεται στη μέση του κάδρου έτσι ώστε ο θεατής να την κατανοεί.
Το χρώμα
Ωραία τα κάδρα κι οι τεχνικές τους, αλλά μεγάλο ρόλο έπαιξε και το χρώμα. Αρκετές από τις ταινίες του βωβού κινηματογράφου είναι ασπρόμαυρες, όμως κάποιες απ’ αυτές έκαναν την προβολή τους με έγχρωμη μορφή. Για να γίνει ο χρωματισμός των ταινιών υπήρχαν δύο τρόποι:
α) Τεχνική βαφής tinting: βύθιζαν μια κόπια της ταινίας σ’ ένα λουτρό από χρώμα κι έπιανε χρώμα στα πιο φωτεινά σημεία χωρίς να επηρεάσει τα μαύρα καθόλου.
β) Τεχνική με toning: βύθιζαν την κόπια σ’ ένα χημικό διάλυμα που χρωμάτιζε τα πιο σκοτεινά σημεία και τα φωτεινά γίνονταν σχεδόν λευκά.
Ο φωτισμός
Τέλος, τεχνικές και πρωτοποριακές αλλαγές ήταν η σκηνογραφία και φωτισμός το διάστημα 1905-12. Τα στούντιο μεγάλωσαν· πλέον είχαν τοίχους από γυαλί, για να διαπερνά το φως του ηλίου όπου ενισχύονταν με τεχνητό. Χρησιμοποιούσαν ηλεκτρικούς λαμπτήρες ή μια απλή λάμπα βολταϊκού τόξου για δυνατό φως. Σ’ ένα τζάκι μια τέτοια λάμπα, για παράδειγμα, μπορούσε να δηλώσει την ύπαρξη της φωτιάς. Διαμόρφωναν επίσης τρισδιάστατα σκηνικά και με βάθος για καλύτερη απόδοση, καθώς επίσης και ζωγραφισμένα τελάρα θεατρικού τύπου, έπιπλα κι αντικείμενα που χρειαζόταν το κάθε πλάνο. Μια ταινία σαν σημείο αναφοράς θα λέγαμε πως είναι η “The lonely Villa” του D.W.Griffith.
Όλες αυτές οι τεχνικές με τα χρόνια εξελίσσονταν όλο και περισσότερο, με αποτέλεσμα το επίπεδο της αφήγησης να έχει ανέβει κατακόρυφα, δημιουργώντας πια μια περίπλοκη μορφή κινηματογράφου, που φτάνει βήμα-βήμα σε μια περισσότερο σύγχρονη εποχή. Τι ακολουθεί;
Πηγή: Kristin Thompson, David Bordwell, Film History: An Introduction
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου