Μίλησες, φώναξες, έκλαψες, έβρισες και τελικά έφυγες ράκος. Έπρεπε να γίνει. Το οφείλατε ο ένας στον άλλον μια τελευταία συζήτηση από κοντά. Για όσα περάσατε τα δυο χρόνια που ήσασταν μαζί. Δεν είστε 15 χρονών να κρύβεστε πίσω από οθόνες κινητών και υπολογιστών.
Περπατάς στο δρόμο και δε βλέπεις, δεν ακούς. Τίποτα. Το μόνο που κάνεις είναι να αναπαράγεις ξανά και ξανά στο μυαλό σου όλα όσα διαδραματίστηκαν τις προηγούμενες ώρες. Μήπως έγινε κάτι που δεν το ‘πιασες; Μήπως ειπώθηκε μια λέξη και δεν την κατάλαβες ή την παρεξήγησες;
Μπαίνεις στο αμάξι και κοιτάς σαν χαμένος προσπαθώντας να συγκεντρωθείς. Να διακόψεις την προβολή μιας ταινίας με πρωταγωνιστή εσένα σ’ ένα δραματικό σενάριο. Πρέπει να συγκεντρωθείς. Να θυμηθείς πώς στο καλό παίρνει μπροστά αυτό το πράγμα που θα σε οδηγήσει εκεί που λαχταράς να πας.
Τα καταφέρνεις και ξεκινάς και στην διαδρομή παλεύεις να μη νιώθεις και να μη σκέφτεσαι, όσο δύσκολο και αν είναι.
Φτάνεις, παρκάρεις και τρέχεις να χωθείς στην αγκαλιά που τόσο απεγνωσμένα ζητάς. Και μόλις μπεις σ’ αυτήν την αγκαλιά νιώθεις την ασφάλεια και την ανακούφιση να σε πλημμυρίζουν. Ο χώρος σου. Το σπίτι σου.
Είναι αυτό που θα σε δει όπως δεν ήθελες να σε δει το πρόσωπο. Θα κάτσεις κάτω, θα κουλουριαστείς και θα αφεθείς. Μια βαθιά ανάσα και μετά αυτός ο λυγμός. Αυτός ο σπαραγμός που δίνει το εναρκτήριο σήμα για να ξεχυθούν όλα όσα νιώθεις σε έναν αγώνα δρόμου χωρίς τέλος. Απελευθερώνονται με μιας δάκρυα, πόνος, αισθήματα, σκέψεις, χρώματα.
Χρώματα. Αυτή η μανία σου να συνδυάζεις το καθετί που αισθάνεσαι και σκέφτεσαι με χρώματα πάντα σου έκανε εντύπωση. Και δεν τα ξέρεις και όλα. Απλά τα βλέπεις στο μυαλό σου και τους δίνεις δικά σου ονόματα.
Αυτό όμως που βλέπεις τώρα το ξέρεις. Και το νιώθεις 100%. Είναι ένα μουντό γαλάζιο. Δεν είναι σκούρο, είναι μουντό. Και είναι η λύπη σου. Και μαζί του έρχεται και αναμιγνύεται ένα πιο ανοιχτό γαλάζιο που σιγά-σιγά γίνεται όλο και πιο σκούρο. Γιατί μεγαλώνει και το νιώθεις όλο και πιο έντονα, αλλάζει απόχρωση συνεχώς. Είναι ο πόνος σου.
Εικόνες έρχονται και φεύγουν και εσύ δεν ξέρεις γιατί κλαις. Αδειάζει το μυαλό για δευτερόλεπτα, κοιτάς το παράθυρο ασυναίσθητα και δε σκέφτεσαι. Έρχονται σκηνές χωρίς νόημα στα μάτια σου και τα χάνεις, γιατί δεν ξέρεις τι παιχνίδια παίζει το μυαλό σου.
Και ξαφνικά συνειδητοποιείς ότι δεν είναι παιχνίδια όλα αυτά. Είναι η προσπάθεια της λογικής σου να σε συνεφέρει. Να σταματήσεις το θρήνο για μια σχέση που τελείωσε. Να σε χαστουκίσει και να πει ότι δεν είναι το τέλος του κόσμου, είναι απλά το τέλος μιας κατάστασης.
Σκοτάδι πια. Και εσένα δε σου αρέσει το σκοτάδι. Δεν το μπορείς. Ποτέ δεν το μπορούσες. Προσπαθείς να ανέβεις, να βρεθείς πάλι στην επιφάνεια. Όσο κι αν πονάς θα το ξεπεράσεις. Κάποια στιγμή θα το ξεπεράσεις. Και όταν μετά από καιρό θα το σκέφτεσαι, θα μετανιώνεις που επέτρεψες στον εαυτό σου ν’ αφεθεί σ’ αυτό το μαρτύριο.
Παλεύεις να βγεις από τη λίμνη σου με νύχια και με δόντια. Η εκτυφλωτική, λευκή λογική σου παλεύει να σε βοηθήσει. Κι εκεί επιστρέφεις στην πραγματικότητα. Ο πόνος συνεχίζει να υπάρχει, αλλά ήρθε να του κάνει παρέα και η αποδοχή. Αυτή είναι το σωσίβιο σου. Πιάνεσαι, αλλά δε θέλεις να βγεις. Όχι, δεν το μετάνιωσες. Ξέρεις πολύ καλά τι κάνεις. Θέλεις να κολυμπήσεις λίγο ακόμη. Έτσι για το γαμώτο. Παρέα με το σωσίβιό σου.
Ανοίγεις τα στεγνά σου μάτια. Δεν υπάρχουν πια δάκρυα. Τελείωσαν ή έστω περιορίστηκαν για την ώρα. Έχουν τιθασευτεί πια και μόνο εσύ ορίζεις πότε θα εμφανιστούν πάλι. Κοιτάς γύρω σου και ακόμη βλέπεις με τα μάτια της ψυχής σου. Το ξέρεις και το δέχεσαι.
Με ρωτάς τι χρώμα έχει ο δειλός; Κοίτα στον καθρέφτη τα μάτια σου.
Επιμέλεια Κειμένου: Σοφία Καλπαζίδου