Αναφερόμενοι στις λέξεις «δολοφόνος» και «serial killer» συνειρμικά το μυαλό μας οδηγείται σε δράστη αρσενικού φύλου. Σύμφωνα με στατιστικές, οι άντρες κατέχουν τα πρωτεία των εν λόγω ερευνών, καθώς χαρακτηρίζονται από σωματική δύναμη, επιθετικότητα και βιαιότητα. Η γυναικεία εγκληματικότητα παρέμενε για πολλά χρόνια στην αφάνεια, αν και ενεργή, καθώς τα ποσοστά ήταν σχεδόν μηδενικά. Μόνο τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται αύξηση των ανθρωποκτονιών με θύτες το «ασθενές φύλο». Χρησιμοποιώντας τη γοητεία, την πονηριά, αλλά κυρίως, την αφέλεια των θυμάτων τους, διαπράττουν αποτρόπαια εγκλήματα είτε ως φυσικοί αυτουργοί, είτε ως ηθικοί.

Τέσσερις γυναίκες οπλισμένες από το μίσος, την προδοσία και τη ζήλια συγκλόνισαν με τα ειδεχθή εγκλήματά τους την ελληνική, αλλά και τη παγκόσμια κοινή γνώμη.

Ευαγγελία Ζιάγκα

Η «Γυναίκα Αράχνη», όπως τη χαρακτήρισαν, επαγγελματίας απατεώνισσα, αποσπούσε μεγάλα χρηματικά ποσά από ηλικιωμένους. Η αντίστροφη μέτρηση για τις δράσεις της ξεκίνησε το Μάιο του 2009 με την εξαφάνιση του επιχειρηματία Τάσου Τσαγκαρόπουλου. Η οικογένειά του απευθύνεται στην εκπομπή «Φως στο τούνελ» και την Αγγελική Νικολούλη, όπου τηλεθεατής ανακαλύπτει το αυτοκίνητό του στην ευρύτερη περιοχή του Αιγίου. Μετά από έρευνες και καταγγελίες, αστυνομία και εκπομπή, οδηγούνται στην Ευαγγελία Ζιάγκα και στο υπόγειο της μονοκατοικίας, την οποία νοίκιαζε στο Διακοπτό, και πλέον κατοικούνταν από άλλη οικογένεια.

Εκεί οι αρχές θα έρθουν αντιμέτωπες με το πτώμα του Τσαγκαρόπουλου, το οποίο βρέθηκε κυριολεκτικά χτισμένο κάτω από το τζακούζι. Παρόλο που η αγωνία για τον επιχειρηματία είχε λήξει, παρέμεναν άφαντοι οι δράστες. Μετά από μια καταγγελία στην εκπομπή, εντοπίζεται η Ευαγγελία Ζιάγκα σε σπίτι ηλικιωμένου θύματος στη Λούτσα, όπου συλλαμβάνεται από αστυνομικούς ενώ πήγαινε να διαφύγει. Με τη σύλληψή της έρχονται στο φως όλες οι οικονομικές απάτες, αλλά και δολοφονίες που διέπραττε όλα αυτά τα χρόνια. Θύμα της και ο σύζυγός της και πατέρας των παιδιών της, τον οποίο σκότωσε, τεμάχισε και έκαψε, ενώ ήταν έγκυος. Η ιστορία της έχει γίνει βιβλίο με τον τίτλο «Θάνατος με χείλη κόκκινα» από την Αγγελική Νικολούλη.

Aileen Wuornos

Η πιο διάσημη serial killer της Αμερικής με εφτά δολοφονίες στο ενεργητικό της. Βρέφος ακόμη, βίωσε την εγκατάλειψη από τους γονείς της, και ζούσε με τους παππούδες και τον αδερφό της. Στην ηλικία περίπου των δέκα ετών ξεκινάει και «επίσημα» ο κατήφορός της, μετά από χρόνια ενδοοικογενειακής βίας. Οι σεξουαλικοί πειραματισμοί με τον αδερφό της έδωσαν το εναρκτήριο σήμα, και η Aileen αρχίζει να εκδίδεται για τσιγάρα και ναρκωτικά. Σε ηλικία 14 ετών μένει έγκυος μετά από βιασμό, δίνει το μωρό για υιοθεσία και διώχνεται από το σπίτι της. Ζώντας στα δάση, η εγκληματική της δράση βρίσκεται στην ακμή της. Ως ιερόδουλη συντηρούσε τον εαυτό της με χρήματα που έβγαζε, αλλά και με χρήματα που έκλεβε από τους πελάτες της με την απειλή όπλου.

Το 1989 είναι μια καθοριστική χρονιά για τη ζωή της, με τον πρώτο φόνο το Νοέμβριο και θύμα έναν επίδοξο βιαστή της, όπως ισχυρίστηκε. Για ένα χρόνο θα συνεχίσει ανενόχλητη να σκοτώνει άντρες που ζητούσαν τις υπηρεσίες της. Οι ψυχολόγοι αναφέρουν ότι ήταν ο τρόπος της να εκδικηθεί για την κακοποίηση, την εγκατάλειψη και την εκμετάλλευση που γνώρισε. Μετά από έρευνες η αστυνομία φτάνει στα ίχνη της Wuornos και της συντρόφου της, Moore. Απενοχοποιεί τη Moore και καταδικάζεται σε θάνατο. Η ίδια είχε δηλώσει, μετά τη σύλληψή της, ότι αν μπορούσε θα ξανασκότωνε. Η ζωή της ενέπνευσε τους σκηνοθέτες που δημιούργησαν την ταινία «Monster» με πρωταγωνίστρια την Charlize Theron, και ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο «Aileen: Life and Death of a Serial Killer».

Christine και Léa Papin

Οι δυο αδερφές που διέπραξαν το διασημότερο και πιο βάναυσο έγκλημα στη Γαλλία. Οι αδερφές Papin μεγαλωμένες σε ορφανοτροφεία, ανέπτυξαν μεταξύ τους μια ισχυρή αλλά και αρρωστημένη σχέση. Χωρίς να αποχωρίζονται η μία την άλλη, το 1926 προσλαμβάνονται στο σπίτι του δικηγόρου Lancelin ως εσώκλειστες υπηρέτριες. Την κυρία τους, Léonie Lancelin, την αποκαλούσαν «μητέρα» και έτρεφαν αισθήματα θαυμασμού και ζήλιας για την ίδια και την κόρη της, Geneviève. Το απόγευμα της 2ας Φεβρουαρίου του 1933 η Léonie με την κόρη της επιστρέφουν νωρίτερα από το αναμενόμενο, αντί να παραβρεθούν σε οικογενειακό σπίτι για δείπνο. Εκεί διαπιστώνουν ότι η ηλεκτροδότηση του σπιτιού είχε πάλι πρόβλημα και ότι δεν είχε διευθετηθεί σωστά το ζήτημα από την Cristine. Όταν η «μητέρα» της ζήτησε εξηγήσεις ήρθαν σε ρήξη, με την Cristine να επιτίθεται στην κυρία της, ενώ φώναζε στη Léa να της σπάσει το κεφάλι και να της βγάλει τα μάτια. Η μικρότερη αδερφή υπάκουσε και σειρά είχε η κόρη του θύματος.

Η καθυστέρησή τους ανησύχησε τον κύριο Lancelin, ο οποίος επέστρεψε για να τις βρει, χωρίς όμως να μπορεί να μπει μέσα μιας και ήταν κλειδωμένα. Κάλεσε την αστυνομία και τότε οι αρχές ανακαλύπτουν το αποτρόπαιο θέαμα. Δυο πτώματα με εντελώς παραμορφωμένα πρόσωπα από τα χτυπήματα, με βγαλμένα μάτια και νύχια. Αμέσως συλλαμβάνονται οι υπηρέτριές τους, οι οποίες όχι απλά δεν αρνήθηκαν καμία κατηγορία, αλλά είχαν ετοιμαστεί και περίμεναν τους αστυνομικούς. Η Cristine καταδικάζεται αρχικά σε θάνατο και έπειτα σε ισόβια και η Léa σε δέκα χρόνια σκληρής κοινωφελούς εργασίας. Η ιστορία τους έγινε ένα από τα διασημότερα θεατρικά έργα του Jean Genet με τίτλο «Les Bonnes».

Οι τέσσερις αυτές γυναίκες αποτελούν τις εξαιρέσεις σε πολλούς κανόνες ερευνητών. Γυναίκες που έχασαν τον έλεγχο μια στιγμή ή κινήθηκαν οργανωμένα. Γυναίκες που ζήτησαν συγχώρεση, αλλά και που δήλωσαν αμετανόητες.

Καθίσταται αδύνατη η γνώση των βιωμάτων και των σκέψεων ενός ανθρώπου, ειδικότερα θηλυκού γένους. Άβυσσος η ψυχή και το μυαλό της.

 

Επιμέλεια Κειμένου Ελεονόρας Κοκκίνη: Σοφία Καλπαζίδου

Συντάκτης: Ελεονόρα Κοκκίνη