Θυμάμαι ακόμα. Όλα αυτά που εσύ προσπάθησες να καταχωνιάσεις στα πιο απόκρυφα σημεία του μυαλού σου για να μην τα θυμάσαι. Πέταξες όλα αυτά που με θύμιζαν, κι εμένα και την τότε ευτυχία. Κι έτσι έμεινες ένας άνθρωπος κενός. Εγώ, όμως, τα κράτησα όλα. Θυμάμαι κάθε δευτερόλεπτο που εσύ ξέχασες. Κάθε αγκαλιά, κάθε στιγμή και κάθε φιλί. Κυρίως αυτά.
Τα φιλιά σου τα θυμάμαι όλα ένα προς ένα. Πώς άναβαν φωτιά στο κορμί μου κι έκαιγαν την καρδία μου. Μα δύο από αυτά τα έχω κρατήσει καλύτερα απ’ τα άλλα. Αυτό το πρώτο σου κι εκείνο το τελευταίο. Πως το ένα ήταν γεμάτο με πάθος και υποσχέσεις ενώ εκείνο το καταραμένο το τελευταίο γεμάτο με ένα μεγάλο τίποτα. Το ένα δόθηκε από δύο άγνωστα παιδιά που είχαν όρεξη να γνωρίσουν το ένα το άλλο, ενώ το άλλο από δύο αγνώστους που έλεγαν αντίο.
Ανατρέχω στο μυαλό μου κάθε μας φιλί και τα περισσότερα από αυτά δόθηκαν έξω από ένα σταθμό τρένου ή λεωφορείου. Αλλά τι περιμένεις σε μια σχέση από απόσταση; Έτσι λογικό ήταν και το τελευταίο μας να δινόταν έξω από έναν σταθμό. Τραγική ειρωνεία, δε βρίσκεις; Λένε πως στους σταθμούς δίνονται τα πιο ωραία φιλιά, από αυτά που βλέπεις και ζηλεύεις, που ξεχειλίζουν από έρωτα και μπάζουν αγάπη. Το δικό μας δεν έμπαζε αγάπη, έμπαζε απλά.
Γιατί στην πραγματική ζωή ο έρωτας, μερικές φορές, δεν κρατάει για πάντα και δεν έχουν όλα τα love stories happy end. Και τα φιλιά που δε δίνονται από έρωτα, καλύτερα να μη δίνονται. Σου χαλάνε τη γεύση. Μα εγώ αυτό το φιλί, που θα σηματοδοτούσε το τέλος μας, το ήθελα, κι ας μου χαλούσε τη γεύση.
Γιατί το τέλος ήταν αναπόφευκτο. Το έβλεπα στα κενά σου μάτια που δε με κοιτούσαν όπως παλιά, ούτε το χέρι σου κρατούσε το δικό μου πλέον. Κι εγώ σου φώναζα, ούτε που θυμάμαι τι, αλλά εσύ δεν μπορούσες να δεις πέρα απ’ το τείχος που είχες υψώσει για να κρυφτείς πίσω του. Προσπαθούσες να κρυφτείς από ποιον; Από μένα; Γιατί εγώ σε έβλεπα ξεκάθαρα. Ήσουν ένας άνθρωπος κενός από συναισθήματα, ένας άνθρωπος άδειος. Και τα λόγια σου έπαιζαν σε επανάληψη μέσα στο μυαλό μου: «Όταν παίζεις με τη φωτιά, να είσαι έτοιμος να καείς». Κι εγώ κάηκα.
Μα ήθελα ένα φιλί. Αυτό το φιλί που ήρθα με τόσο ζήλο να στο κλέψω. Ήθελα για τελευταία φορά να νιώσω αυτό το ρίγος στην πλάτη μου, να γευτώ εσένα. Να γευτώ τον έρωτα που υπήρχε κάποτε μεταξύ μας, την αγάπη που απέμεινε, όλο τον πόνο, την απογοήτευση, τα λόγια που ειπώθηκαν από πόθο κι όλα αυτά που ειπώθηκαν από θυμό. Να τα νιώσω όλα, να τα γκρεμίσω κι απ’ τα συντρίμμια να χτίσω μια καινούργια ζωή μακριά από σένα.
Μα το φιλί που ήθελα, εγώ το πήρα κι έφυγα σαν νικητής κι όχι σαν χαμένος. Γιατί είμαι από αυτούς τους τρελούς που τα δίνουν όλα, γι’ αυτό πάρ’ τα και μην αφήσεις τίποτα, κράτα τα να ‘χεις να λες πως κάποιος σε αγάπησε μια φορά.
Κι όπως τελείωναν όλα έτσι άδοξα, το μόνο που ήθελα ήταν να με φιλήσεις κι εγώ να χαμογελάω μόνο για σένα, μα δεν το έκανες. Το πήρα, όμως, αυτό το φιλί που λαχταρούσα. Και τώρα κάτσε αναλογίσου, εγώ έκλεψα ένα φιλί σου κι εσύ την καρδιά μου. Ποιο στοιχίζει πιο πολύ;
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη